Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἱμονιά

См. также в других словарях:

  • ἱμονιά — ἱμονιά̱ , ἱμονιά well rope fem nom/voc/acc dual ἱμονιά̱ , ἱμονιά well rope fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμονιά — ἱμονιά, ἡ (ΑΜ) 1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι 2. μήκος σχοινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από *ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman «όριο» και ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἱμονιᾷ — ἱμονιά well rope fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιάν — ἱμονιά̱ν , ἱμονιά well rope fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιάς — ἱμονιά̱ς , ἱμονιά well rope fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιᾶν — ἱμονιά well rope fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιᾶς — ἱμονιά well rope fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμονιῶν — ἱμονιά well rope fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιμανήθρη — ἱμανήθρη, ἡ (Α) ιμονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από *ἱμανῶ < *ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα η θρα (< επίθημα θρον / θρα παρεκτεταμένο με η ), πρβλ. δακτυλ ήθρα, κολυμβ ήθρα] …   Dictionary of Greek

  • ιμονιοστρόφος — ἱμονιοστρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιστρέφει την ιμονιά, αυτός που αντλεί νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμονιά + στρόφος (< στρόφος, ο < στρέφω), πρβλ. ηνιο στρόφος] …   Dictionary of Greek

  • Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»