-
1 κιλλί-βας
κιλλί-βας, αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; τοὺς κιλλίβαντας οἶσε παῖ τῆς ἀσπίδος Ar. Ach. 1087, wo der Schol. erkl. τρισκελῆ τινα σκευάσματα, ἐφ' ὧν ἐπιτιϑέασι τὰς ἀσπίδας, ἐπειδὰν κάμωσι πολεμοῦντες, also ein dreibeiniger Bock, der auch zum Tischgestell gebraucht wurde, Ath. V, 208 c. – Bei Poll. 1, 143 ein Theil des Wagengestells. – Ein Gestell zu einer Wurfmaschine, Biton. – Die Staffelei der Maler, Poll. 7, 129. Vgl. ὀκρίβας.
-
2 κιλλίβας
κιλλί-βας, αντος, ὁ, ein Gestell, auf welches der Schild weggelegt wird; ein Teil des Wagengestells. Ein Gestell zu einer Wurfmaschine. Die Staffelei der Maler
См. также в других словарях:
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek