-
1 κεκραξι-δάμας
κεκραξι-δάμας, αντος, ὁ, heißt Kleon Ar. Vesp. 596, der Alles mit Schreien überwältigt.
-
2 κεκραξιδάμας
κεκραξι-δάμας, αντος, ὁ, der alles mit Schreien überwältigt
См. также в других словарях:
κεκραξιδάμας — κεκραξιδάμας, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραξι (< κεκραγ , αναδιπλασιασμένο θ. τού κράζω, πρβλ. παρακμ. κέκραγ α) + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω,… … Dictionary of Greek