-
21 σχοινοτενής
A stretched out like a measuring line: hence,I drawn in a straight line, διώρυχες, διέξοδοι, Hdt.1.189, 199; σχοινοτενὲς ποιήσασθαι to draw a straight line, Id.7.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινοτενής
-
22 χέω
χέω, used in the simple form mostly by Poets, butA v. ἐγ-, κατα-, συγ-χέω; -εει is not [var] contr. by [dialect] Ep., v. Il.6.147, 9.15, Hes.Op. 421; but in Trag. and [dialect] Att. always so, ἐκ-χεῖ, συγ-χεῖς, κατα-χεῖν, S.El. 1291, E.IA37 (anap.), Ar.Eq. 1091 (hex.); for - εε no rule is observed, [tense] impf.χέε Il.23.220
; butσύγ-χει 9.612
, 13.808,χεῖσθαι Od.10.518
;κατ-έχεε Ar.Nu.74
, D.45.74; ἐν-έχει, ἐν-έχεις, ἐξ-έχει, Antipho 1.19, Ar.Pl. 1021, A.Ag. 1029 (lyr.):— -έῃ, -έο, -έου, -έω seem never to have been contracted, exc.ἐγχεῦντα Theoc.10.53
:— [tense] fut. χέω ( ἐκ-χεῶ acc. to Choerob. in Theod.2.168 H., but this is Hellenistic, LXX Je.6.11, al., ἐκ-χεεῖς ib.Ex.4.9, ἐκ-χεεῖib.Le.4.18,25, ἐκ-χεεῖτε ib.De.12.16,24, ἐκ-χεοῦσι ib.Le.4.12, προς-χεεῖς ib.Ex. 29.16, al., and the [voice] Med. χεόμενος (v. infr.) points to [dialect] Att. χέω), συγ- E.Fr. 384
, (anap.);παρα-χέων Pl.Com. 69.3
; [dialect] Ep. [tense] fut.χεύω Od.2.222
(χρειώ Aristarch.
, whence χείω Porson): [tense] aor.ἔχεα Il.18.347
, Pi.I.8(7).64, etc.; [dialect] Ep.ἔχευα Il.3.270
, 4.269,χεῦα 14.436
, Od.4.584, etc.; [dialect] Ep. [tense] aor. 1 subj.χεύομεν Il.7.336
(lateἔχευσα AP14.124
(Metrod.)): [tense] pf. κέχῠκα, ([etym.] ἐκ-) Men.915, APl.4.242 (Eryc.):—[voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.χεόμενος Is.6.51
: [tense] aor.ἐχεάμην Hdt.7.43
, A.Pers. 220 (troch.), S.OC 477, Ar.V. 1020 (anap.); [dialect] Ep. ἐχευάμην, χευάμην, Il.5.314, 18.24, etc.; [dialect] Ep. subj. χεύεται ([etym.] περι-) Od.6.232 (perh. indic.):—[voice] Pass., [tense] fut. χῠθήσομαι ([etym.] συγ-) D.23.62, cf. J.AJ8.8.5: later χεθήσομαι, ([etym.] ἐκ-) Arr.Epict.4.10.26:—[tense] aor. 1 ἐχύθην [ῠ] Od.19.590, etc.: later ἐχέθην, not in Inscrr. or Pap., f.l. in Ph.1.455, Euc.Catoptr.Prooem. (vii p.286 H., ἐγ-, ἐκ-), etc.: also [dialect] Ep. [tense] aor. χύτο [ῠ] Il.23.385, Od.7.143;ἐξ-έχῠτο 19.470
; ἔχυντο, χύντο, 10.415, Il.4.526; part. χύμενος, η, ον, 19.284, Od.8.527, and Trag. in lyr., A.Ch. 401, Eu. 263, E.Heracl.76: [tense] pf.κέχῠμαι Il.5.141
, Sapph. Supp.25.12, Pi.I.1.4, etc.: [tense] plpf. [dialect] Ep.κέχῠτο Il.5.696
, etc.—[dialect] Ep. [tense] pres. [full] χείω, Hes.Th.83; later [dialect] Ep. [tense] pres. [full] χεύω both in the simple Verb and compds., Nic.Al. 381, Lyr.Alex.Adesp.35.19 (fort. Mesom.), Nonn. D.18.344, Opp.C.2.127:—[voice] Med.,χεύομαι A.R.2.926
: in later Prose [tense] pres. [full] χύνω (q.v.); χῦσαι is f.l. for λῦσαι in codd. dett. of Tryph. 205.—Rare in Prose, exc. in compds. and in [voice] Med. 0-0Radic. sense, pour:I prop. of liquids, pour out, let flow, ; , cf. Od.1.146, etc.;οἶνον χαμάδις χέε Il.23.220
;κατὰ στόματος νέκταρ Theoc.7.82
: χέει ὕδωρ, of Zeus, i.e. makes it rain, Il.16.385;ὅταν βορέας χιόνα.. χέῃ E.Cyc. 328
: abs., χέει it snows, Il.12.281 ( νειφέμεν is in l. 280): freq. of drink-offerings,χέουσα χοάς A.Ch.87
:—[voice] Med.,χοὴν χεῖσθαι νεκύεσσι Od.10.518
;χοὴν χεόμην νεκύεσσι 11.26
;χοὰς χέασθαι Hdt.7.43
, etc.: abs., Is.6.51,65:—[voice] Pass.,κέχυται Il.12.284
; κρῆναι χέονται they gush forth, E.Hipp. 748 (lyr.);ποτοῦ χυθέντος ἐς γῆν S.Tr. 704
; χέεσθαι βουτύρῳ, γάλακτι to flow with.., LXX Jb.29.6.2 χ. δάκρυα shed tears,δάκρυα θερμὰ χέοντες Il.7.426
, cf. 16.3, E.Tr.38;ἀπ' ὀφθαλμῶν Id.Cyc. 405
:—[voice] Med.,ὅσα σώματα χεῖται Pl.Ti. 83e
:—[voice] Pass., of tears, flow,δάκρυα θερμὰ χέοντο Od.4.523
;ἀπ' ὀφθαλμῶν χύτο δάκρυα Il.23.385
; of blood, to be shed, drip, (anap.), cf. Eu. 263 (lyr.).4 [voice] Pass., become liquid, melt, dissolve, τὰ κεχυμένα, opp. τὰ συνεστῶτα, Pl.Ti. 66c; of the ground in spring, X.Oec.16.12, Thphr.CP3.4.4; κεχυμένοι ὀφθαλμοί perh. moist, languishing eyes, Heph.Astr.1.1.II of solids, shed, scatter,φύλλα ἄνεμος χαμάδις χέει Il.6.147
; ;πτερὰ ἔραζε Od. 15.527
; ἐν.. ἄλφιτα χ. δοροῖσιν pour into.., 2.354; [κρέα] εἰν ἐλεοῖσιν Il.9.215
;κόνιν κὰκ κεφαλῆς 18.24
, Od.24.317; καλάμην χθονί, of a mower or reaper, Il.19.222:—[voice] Pass.,ἐν νάσῳ κέχυται σπέρμα Pi.P. 4.42
; πάγου χυθέντος when the frost was on the ground, S. Ph. 293; κέχυται νόσος has spread through his frame, Id.Tr. 853 (lyr.).2 throw up earth, so as to form a mound,σῆμ' ἔχεαν Il.24.799
; χεύαντες δὲ τὸ σῆμα ib. 801, cf. Od.1.291;τύμβον χ. Il.7.336
, etc.;θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῖαν ἔχευαν Od.3.258
, cf. Il.23.256.3 χ. δούρατα shower spears, 5.618:—[voice] Med., βέλεα χέοντο they showered their darts, 8.159.4 let fall, drop,κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619
;εἴδατα ἔραζε Od.22.20
; ἀπὸ κρατὸς χέε (v.l. for βάλε)δέσματα Il.22.468
; (lyr.) (but καρπὸν χ., of trees, not to shed their fruit, but to let it hang down in profusion, Od.11.588):—[voice] Pass., streaming down, falling,E.
Ba. 456.5 in [voice] Pass., to be heaped up, massed together, [ἰχθύες] ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται Od. 22.387
, cf. 389; of dead geese, 19.539; of dung, 17.298, Il.23.775; alsoσωρὸν σίτου κεχυμένον Hdt.1.22
.6 [voice] Pass., of living beings, stream in a dense throng, Il.16.267, etc.;δακρυόεντες ἔχυντο Od.10.415
, etc.: of sheep, Il.5.141.7 of persons, ἀμφ' αὐτῷ χυμένη throwing herself around him, 19.284, Od.8.527:—[voice] Med.,ἀμφὶ φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε Il.5.314
:—[voice] Pass., of things,ἀμφὶ δὲ δεσμοὶ τεχνήεντες ἔχυντο Od.8.297
.8 [tense] pf. [voice] Pass. κέχυμαι, to be wholly engaged or absorbed in,Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι Pi.I.1.4
; κεχυμένος ἐς τἀφροδίσια, Lat. effusus in Venerem, Luc.Sacr.5;πρὸς ἡδονήν Alciphr.1.6
.III of impalpable things:1 of the voice, φωνήν, αὐδὴν χ., Od.19.521, Hes.Sc. 396, cf. Th.83;ἐπὶ θρῆνον ἔχεαν Pi.I. 8(7).64
;Ἑλλάδος φθόγγον χέουσα A.Th.73
, cf. Supp. 632 (lyr.), Fr.36 (lyr.); of wind instruments,πνεῦμα χέων ἐν αὐλοῖς Simon. 148.8
, cf. APl.4.226 (Alc.):—[voice] Med.,κωμῳδικὰ πολλὰ χέασθαι Ar.V. 1020
(anap.):—but in [voice] Pass., κεχυμένα ᾄσματα non-rhythmical melodies, Aristid.Quint.1.13.2 of things that obscure the sight, κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν shed a dark cloud over the eyes, Il.20.321; πολλὴν ἠέρα χεῦε shed a mist abroad, Od.7.15, etc. (soεὔκρατος ἀὴρ χεῖται Pl.Ax. 371d
);τῷ δ' ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν Il.14.165
, cf. Od.2.395, etc.:— [voice] Pass., ἀμφὶ δέ οἱ θάνατος χύτο was shed around him, Il.13.544; ; (but πάλιν χύτο ἀήρ the mist dissolved or vanished, Od.7.143); ; ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ ([voice] Med. in pass. sense) Il.7.63.3 [tense] aor. [voice] Pass., ἐχύθη οἱ θυμός his mind overflowed with joy, A.R.3.1009.4 [voice] Pass., to be dissipated, diffused, Plot. 1.4.10;οὐδὲν τοῦ χεῖσθαι δεηθέν Id.6.5.3
; to be rarefied, opp. πιλεῖσθαι, Gal.15.28. (Cf. Skt. juhóti 'pour (sacrificial offerings)', part. hutás (= χυτός), Lat. fundo, Goth. giutan 'pour'.) -
23 ἀκολάστασμα
ἀκολᾰσ-τασμα, τό,A = ἀκολάστημα, restored by Dobree in Ar.Lys. 398 ( ἀκόλαστ' ᾅσματα codd.); ἀκολαστάσματα is prob.l. for - άματα in Anaxandr.73, Alciphr. 1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκολάστασμα
-
24 ἀλλότροπος
ἀλλό-τροπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλότροπος
-
25 ἐκμανθάνω
A learn thoroughly, and, in past tenses, to have learnt thoroughly, know full well, ἐ. τὴν [Ἑλλάδα]γλῶσσαν Hdt.2.154
;ἀνδρὸς ψυχήν S.Ant. 175
;ἐ. τι ἀπό τινος A.Pr. 256
; ;παρά τινος S.OT 286
; τοῦ θεοῦ τί πρακτέον ib. 1439, cf. OC 114, Ar.Ec. 244;ἐ. ὅτι.. Hdt.3.134
.III learn by heart,ὅλους ποιητάς Pl. Lg. 811a
, cf.Aeschin.3.135;ᾄσματα Thphr.Char.27.7
;Σαπφοῦς τἀρωτικά Epicr.4
;Διονυσίου δράματα Ephipp.16
;ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Isoc.4.159
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμανθάνω
-
26 ἐπιπότια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπότια
-
27 λυρικός
λυρικός, zum Spielen auf der Lyra gehörig, zur Lyra zu singen, mit der Lyra begleitet, ὁ λυρικός, der lyrische Dichter; λυρικὰ ᾄσματα od. μέλη, lyrische Gedichte -
28 ῥῆγμα
ῥῆγμα, τό, Riß, Bruch, Spalte, Ritze, Kluft; καὶ σπ άσματα, wie die alten Wunden aufbrechen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἄσματα — ἄσμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄσματα — ἄεισμα neut nom/voc/acc pl ᾆσμα song neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύρτικα άσματα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται τα διάφορα κάλαντα που τραγουδιούνται στις παραμονές των μεγάλων χριστιανικών γιορτών και αποβλέπουν στη συλλογή φιλοδωρημάτων υπέρ εκείνων που τα τραγουδούν. Πρόκειται για κατάλοιπα εθίμου παλαιότερης εποχής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
Αριόστο, Λουντοβίκο — (Ludovico Ariosto, Ρέτζο Εμιλία 1474 – Φεράρα 1533). Ιταλός ποιητής. Έζησε στην αυλή των δουκών Ντ’ Έστε όπου τέθηκε στην υπηρεσία του καρδινάλιου Ιππόλυτου ντ’ Έστε και του αδελφού του Αλφόνσου Α’. Στα γράμματα αφιέρωνε τις λίγες ελεύθερες… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek