-
1 αἰτιώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτιώνυμος
-
2 δεξιώνυμος
δεξι-ώνῠμος, ον, prop.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεξιώνυμος
-
3 θηριώνυμος
θηρῐ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριώνυμος
-
4 μεγαλώνυμος
μεγᾰλ-ώνῠμος, ον,II Math. in [comp] Comp., having a higher denominator, Iamb. in Nic.p.50 P., al. Adv. - ωτέρως ib.p.85 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλώνυμος
-
5 μειώνυμος
μει-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μειώνυμος
-
6 μικρώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρώνυμος
-
7 μυριώνυμος
μῡρῐ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυριώνυμος
-
8 οὐλαμώνυμος
A named from the armed throng ([etym.] οὐλαμός), epith. of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epith. of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλαμώνυμος
-
9 παντώνυμος
παντ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντώνυμος
-
10 πεντώνυμος
πεντ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντώνυμος
-
11 περισσωνυμέω
περισσ-ωνῠμέω, of numbers,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσωνυμέω
-
12 πηρώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηρώνυμος
-
13 πτερώνυμος
πτερ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτερώνυμος
-
14 τετραώνυμος
τετρᾰ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραώνυμος
-
15 τριώνυμος
τρῐ-ώνῠμος, ον,A having three names, PMag.Par. 1.2546, Lyd.Mag.1.21 (in tit.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώνυμος
-
16 φυτώνυμος
φῠτ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυτώνυμος
-
17 χαριτώνυμος
χαρῐτ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριτώνυμος
-
18 ψευδώνυμος
ψευδ-ώνῠμος, ον,A under a false name, falsely called, ;πανδίκως ψ. Id.Th. 670
;οὔνομα δ' Εὐτυχίδης· ψευδώνυμον ἀλλά με δαίμων θῆκεν ἀφαρπάξας IG3.1308
;ψ. θεοί Ph.2.161
, cf. 2.599;ψ. γνῶσις 1 Ep.Ti.6.21
;φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψ. Plu.2.479e
; opp.ἀληθής, τὸ μεριστὸν ψ. Dam.Pr. 399
. Adv. - μως by a false name,ψ. σε δαίμονες Προμηθέα καλοῦσιν A.Pr.85
, cf. Them.Or.2.30a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψευδώνυμος
-
19 ἀντιπαρωνυμέομαι
A to be opposite in name or expression, Nicom.Ar.1.8:—[voice] Act. in same sense, Iamb.in Nic. p.18 P., al.:—Subst. [suff] ἀντιπαρ-ωνῠμία, ἡ, ib.p.13 P., al.; and Adj. [suff] ἀντιπαρ-ώνῠμος, ον, Nicom.Ar.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπαρωνυμέομαι
-
20 ἀρτιώνυμος
ἀρτι-ώνῠμος, ον,A of even denomination, epith. of all even numbers, Nicom.Ar.1.8:—hence [suff] ἀρτι-ωνῠμέω, to be even, Iamb. in Nic.p.22 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιώνυμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
-ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
ευγενώνυμος — εὐγενώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει ευγενές όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευγενής + ώνυμος (< όνομα) λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. αν ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
θεώνυμος — θεώνυμος, ον (ΑΜ) αυτός ο οποίος φέρει το όνομα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + ωνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, επ ώνυμος. Το ω λόγω τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
θηριώνυμος — θηριώνυμος, ον (Μ) αυτός που έχει πάρει το όνομα του από την ονομασία θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + ώνυμος (< όνυμα, δωρ. τ. τού όνομα), πρβλ. αν ώνυμος, περι ώνυμος. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιδιώνυμος — η, ο (Α ἰδιώνυμος, ον) αυτός που ονομάζεται ή χαρακτηρίζεται με ιδιαίτερο όνομα νεοελλ. φρ. (νομ.) «ιδιώνυμο αδίκημα» ή απλώς «ιδιώνυμο» αδίκημα που χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως, διαφορετικά από τα αδικήματα τής γενικότερης κατηγορίας στην οποία από … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
ισώνυμος — ἰσώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον, φερώνυμος, ομώνυμος («καλεῑν τινα ἰσώνυμον ἔμμεν μάτρωος», Πίνδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * ώνυμος (< ὄνυμα αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ομ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κακώνυμος — η, ο (Α κακώνυμος, ον) αυτός που έχει κακό όνομα, κακή φήμη, δυσώνυμος, δυσφημισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
καλώνυμος — καλώνυμος, ον (AM) αυτός που έχει καλό όνομα, καλή φήμη, υπόληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ιδι ώνυμος, ψευδ ώνυμος] … Dictionary of Greek
κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek