-
1 μικρώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρώνυμος
См. также в других словарях:
μικρώνυμος — μικρώνυμος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό όνομα, μικρή ονομασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. χ. τού ὄνομα), πρβλ. μεγαλ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek