-
1 πολύγωνος
πολύγωνοςpolygonal: masc /fem nom sg -
2 πολύγωνος
πολῠ-γωνος, ον,A polygonal, Id.Sens. 442b20, Plu.2.1121c: Subst. [suff] πολῠ-γωνον, τό, polygon, Antipho Soph.13, Gal.Anim.Pass.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγωνος
-
3 πολυγωνότερον
πολύγωνοςpolygonal: adverbial compπολύγωνοςpolygonal: masc acc comp sgπολύγωνοςpolygonal: neut nom /voc /acc comp sg -
4 πολυγωνοτέρων
πολύγωνοςpolygonal: fem gen comp plπολύγωνοςpolygonal: masc /neut gen comp pl -
5 πολυγωνότατον
πολύγωνοςpolygonal: masc acc superl sgπολύγωνοςpolygonal: neut nom /voc /acc superl sg -
6 πολυγωνοτέρου
πολύγωνοςpolygonal: masc /neut gen comp sg -
7 πολυγωνότερα
πολύγωνοςpolygonal: neut nom /voc /acc comp pl -
8 πολυγωνότερος
πολύγωνοςpolygonal: masc nom comp sg -
9 πολυγώνους
πολύγωνοςpolygonal: masc /fem acc pl -
10 πολύγωνοι
πολύγωνοςpolygonal: masc /fem nom /voc pl -
11 πολύγωνον
πολύγωνονpolygonal: neut nom /voc /acc sgπολύγωνοςpolygonal: masc /fem acc sgπολύγωνοςpolygonal: neut nom /voc /acc sg -
12 πολυγώνοις
πολύγωνονpolygonal: neut dat plπολύγωνοςpolygonal: masc /fem /neut dat pl -
13 πολυγώνου
πολύγωνονpolygonal: neut gen sgπολύγωνοςpolygonal: masc /fem /neut gen sg -
14 πολυγώνω
-
15 πολυγώνῳ
-
16 πολυγώνωι
πολυγώνῳ, πολύγωνονpolygonal: neut dat sgπολυγώνῳ, πολύγωνοςpolygonal: masc /fem /neut dat sg -
17 πολυγώνων
πολύγωνονpolygonal: neut gen plπολύγωνοςpolygonal: masc /fem /neut gen pl -
18 πολύγωνα
πολύγωνονpolygonal: neut nom /voc /acc plπολύγωνοςpolygonal: neut nom /voc /acc pl -
19 μικρώνυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικρώνυμος
-
20 πολυγώνιος
πολῠ-γώνιος, ον,A = πολύγωνος, Thphr.Sens.66, CP6.1.6, Poll.4.161.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγώνιος
См. также в других словарях:
πολύγωνος — polygonal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
πολύγωνος — η, ο αυτός που έχει πολλές γωνίες, ο πολυγωνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυγωνότερον — πολύγωνος polygonal adverbial comp πολύγωνος polygonal masc acc comp sg πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνοτέρων — πολύγωνος polygonal fem gen comp pl πολύγωνος polygonal masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνότατον — πολύγωνος polygonal masc acc superl sg πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνοτέρου — πολύγωνος polygonal masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνότερα — πολύγωνος polygonal neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγωνότερος — πολύγωνος polygonal masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγώνους — πολύγωνος polygonal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγωνοι — πολύγωνος polygonal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)