-
1 παντώνυμος
παντ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντώνυμος
См. также в других словарях:
πανώνυμο — ον, Α (για τον θεό) αυτός που έχει όλα τα ονόματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παντ ώνυμος] … Dictionary of Greek
παντώνυμος — ον, Α ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. πολυ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek