Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ίνης

См. также в других словарях:

  • κεγχρίνης — κεγχρίνης, ὁ (Α) φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • λαγίνης — λαγίνης, ὁ (Μ) λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • μοσχίναι — μοσχίναι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ σκιρτητικοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού *μοσχίνης (< μόσχος (Ι) + επίθημα ίνης, πρβλ. ελαφ ίνης, κερατ ίνης] …   Dictionary of Greek

  • μυρίνης — και μυρρίνης, ὁ (Α) 1. είδος γλυκού κρασιού το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις γυναίκες στη Ρώμη 2. κρασί αρωματισμένο με μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για διαφορετικούς τ.: μυρίνης (< μύρον + κατάλ. ίνης, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην …   Dictionary of Greek

  • φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • εργατίνης — ἐργατίνης, ὁ (AM) 1. εργάτης, γεωργός 2. αυτός που ασκεί μια τέχνη 3. (για τον Χριστό) δημιουργός 4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • λαγωίνης — λαγωΐνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις ποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + επίθημα ίνης, που χαρακτηρίζει ζώα (πρβλ. ελαφ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] …   Dictionary of Greek

  • σμικρίνης — ὁ, Α άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα ίνης (πρβλ. Αισχ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • σπαθίνης — ὁ, πληθ. σπαθιναῑοι, Α νεαρό ελάφι που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα τών αιχμηρών κεράτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐλαφ ίνης)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»