-
1 веретеница
-ы θ.τυφλίνος, -ίνης, -ίτης, είδος φιδιού. -
2 καυλίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυλίνης
-
3 κεγχρίδιον
A grain of seed like millet, Hsch.------------------------------------κεγχρ-ίνης, ὁ,A v. κεγχρίας 11.II a bird, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρίδιον
-
4 κεγχρίνης
III in Poll.1.248, κεγχριδίας and κεγχρίας are f.ll. for καχρυδίας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρίνης
-
5 κεντρίνης
II kind of ψήν or fig-insect, Thphr.HP2.8.2, Plin.HN17.255.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίνης
-
6 κερατίνης
A the fallacy called the Horns:εἴ τι οὐκ ἀπέβαλες, τοῦτο ἔχεις· κέρατα δὲ οὐκ ἀπέβαλες· κέρατα ἄρα ἔχεις D.L.7.187
;κερατίνας ἐρωτῶν Com.Adesp.294
: acc.sg. - ναν Luc. Symp.23; cf. κερατίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερατίνης
-
7 μυρίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυρίνης
-
8 σπαθίνης
A a young deer, so called from the shape of its horns, Hsch. (- ήνης cod.), Eust.711.38: also in pl. σπαθιναῖοι, Sch.A.R.4.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίνης
-
9 ταμισίνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμισίνης
-
10 τυφλίνης
A blind snake, perh. Pseudopus pallasi,τυφλίναι ὄφεις Arist.HA 567b25
; - ίνοις ὄφεσιν ib. 604b25: called [full] τυφλώψ in Nic.Th. 492, Ael.NA8.13 (on the accent, v. Hdn.Gr.2.66); [full] τυφλίας and [full] τυφλών in Hsch. (unless these are errors for τυφλίνας, τυφλώψ); τυφλιης, τυφλίς, and τυφαις = caeciola, caecilia, ciccola, Gloss. (fort. τυφλίνης, τυφλίας) ; τυφλείας = caecula, ib.:—cf. κωφίας.II τυφλῖνος, ὁ, a Nile fish, Marc.Sid.25, Hsch.; also τυφλίνης (τυφλῆνις, τυφλενες codd.) Artem.4.56; τύφλην (nom.) Ath.7.312b: [var] Dim. [full] τυφλινίδιον, τό, Xenocr. ap. Orib.2.58.152 (- φλην-codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλίνης
-
11 φυλλίνης
A where the prize is a wreath of leaves,ἀγῶνες Poll.3.153
, Hsch.: also [full] φυλλιναίουςἀγῶνας EM802.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλλίνης
-
12 ἐλαφίνης
A young deer, fawn, Aq. 1 Ki.24.3, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφίνης
-
13 ἐργατίνης
A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ;ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3
, AP11.58 (Maced.) ;βοῦς ἐ. A.R.2.663
(pl.), AP 6.228 ([place name] Adaeus).II c. gen., making a thing or practising an art,μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239
(Maced.); Κύπριδος ib. 274 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργατίνης
-
14 ὀξίνης
-
15 ὀρφώς
Meaning: name of `a large seafish of the genus of perches', `Serranus gigas' [aansluiten] or `Polyprion cermum' (com., Arist.).Other forms: secondary ὀρφός or ὄρφος (Arist.; after Hdn. Gr. 1, 224 ὄρφος κοινῶς, ὀρφῶς δε Άττικῶς).Derivatives: ὀρφ-ίσκος m. = κίχλη as a fish name (Pancrat. Ep. ap. Ath.), - ακίνης m. `young ὀρφώς' (Dorio ap. Ath.), from *ὄρφαξ (cf. δέλφαξ a.o.) with ινη-suffix as δελφακ-ίνη, ἐλαφ-ίνης a.o.), - εύς m. = ὀρφώς (Marc. Sid., Alex.) with allusion to the PN (Bosshardt 94). -- Details in Thompson Fishes s.v. and Strömberg Fischnamen 21 f.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like the fishnames λαγώς, - ός (prop. comp.?), ἀχαρνώς a. o. Often referring to the colour connected with ὄρφνη (s. Strömberg l.c.), but in detail unclear. Improbable supposition (for *ὀρφνο-φος v.t. ?) in WP. 2, 367. Other etymologies by Sütterlin IF 29, 126 (s. Bq and WP. l.c.) and Specht Ursprung 267 (Swed. sarv `roach', Lat. sorbus `sorbtree'?). By Bechtel Namenst. 32 without semantic argumentation connected with ὀρφός in ὀρφο-βόται (s. ὀρφανός); or because of its isolated way of life (by Arist. described as μονήρης) ? -- Lat. LW [loanword] orphus, NHG Orf.Page in Frisk: 2,432Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρφώς
-
16 σπάθη
Grammatical information: f.Meaning: Des. of several flat and oblong oblects, e.g. `tool of a weaver for striking the threads of the woof home, blade (of a sword), blade of an oar, spatula, flat rib (shoulder-blade?), spathe, espec. of the palm, stalk of the palm leaf, harroweeder' (Alc., IA.).Derivatives: 1. σπαθ-ίς, - ίδος f. `spatula, garment of closely-woven cloth' (com., inscr.). 2. - ίας κτείς `flat rib' (Opp.). 3. - ίτης m. `palm wine' (Alex. Trall.; Redard 99). 4. - ινα pl. `garments' (Aq.), - ίνης m. `young deer', from the form of the horns (H., Eust., sch.; cf. ἐλαφίνης a. o.). 5. - άριος m. `guard (equipped with a σ.)' (Lyd., Cappadoc. inscr.), - αρία f. `fighting contest' (EM), - αρικόν n. `thin upper garment' (Sm.). 6. - άω, rarely w. δια-, ἐν-, κατα-, `to strike with a σ., to seal up, to hatch, to dissipate, to waste' (Ar., D., hell. a. late) with - ημα, - ησις, - ητός. 7. - ίζω ( περι- a. o.) `to stir up with a spatula' (Opp.) with - ίσματα σπαδονίσματα H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Except for the stemformation σπάθη has been connected with the Germ. word for `spade', OS spado m., OE spade, spadu f., NHG. Spaten m., PGm. * spað-an, - ōn-, but the Greek word cannot be connected as the Germ. word had an ē (which implies a h₁, which would have given Gr. ε; see Pok. 980). Untenable on σπάθη Specht Ursprung 256 (θ from IE th). Hitt. išpatar `spear?, sprong ?' should better remain far; s. Kronasser 1, 283 w. lit. Further connection with a verb `draw in length' (s. σπάω; Persson Beitr. 1, 405ff.) seems possible (reserved WP. 2, 652f.). Lat. LW [loanword] spada, spatha, spatula s. W.-Hofmann s. vv. w. more details.Page in Frisk: 2,755Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπάθη
См. также в других словарях:
κεγχρίνης — κεγχρίνης, ὁ (Α) φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
λαγίνης — λαγίνης, ὁ (Μ) λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
μοσχίναι — μοσχίναι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ σκιρτητικοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού *μοσχίνης (< μόσχος (Ι) + επίθημα ίνης, πρβλ. ελαφ ίνης, κερατ ίνης] … Dictionary of Greek
μυρίνης — και μυρρίνης, ὁ (Α) 1. είδος γλυκού κρασιού το οποίο χρησιμοποιούνταν κυρίως από τις γυναίκες στη Ρώμη 2. κρασί αρωματισμένο με μύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν πρόκειται για διαφορετικούς τ.: μυρίνης (< μύρον + κατάλ. ίνης, πρβλ … Dictionary of Greek
οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην … Dictionary of Greek
φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
εργατίνης — ἐργατίνης, ὁ (AM) 1. εργάτης, γεωργός 2. αυτός που ασκεί μια τέχνη 3. (για τον Χριστό) δημιουργός 4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ ίνης)] … Dictionary of Greek
λαγωίνης — λαγωΐνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις ποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + επίθημα ίνης, που χαρακτηρίζει ζώα (πρβλ. ελαφ ίνης)] … Dictionary of Greek
ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] … Dictionary of Greek
σμικρίνης — ὁ, Α άτομο που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα, μικρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + επίθημα ίνης (πρβλ. Αισχ ίνης)] … Dictionary of Greek
σπαθίνης — ὁ, πληθ. σπαθιναῑοι, Α νεαρό ελάφι που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα τών αιχμηρών κεράτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐλαφ ίνης)] … Dictionary of Greek