-
1 ἐργατίνης
A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ;ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3
, AP11.58 (Maced.) ;βοῦς ἐ. A.R.2.663
(pl.), AP 6.228 ([place name] Adaeus).II c. gen., making a thing or practising an art,μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239
(Maced.); Κύπριδος ib. 274 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργατίνης
См. также в других словарях:
φυλλίνης — ὁ, Α 1. είδος κυκεώνα 2. φρ. «φυλλίνης ἀγών» ο φυλλίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐργατ ίνης: ἐργάτης), το οποίο απαντά κυρίως σε κύρια ον. (πρβλ. Αἰσχ ίνης)] … Dictionary of Greek