-
1 σπαθίνης
A a young deer, so called from the shape of its horns, Hsch. (- ήνης cod.), Eust.711.38: also in pl. σπαθιναῖοι, Sch.A.R.4.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαθίνης
См. также в других словарях:
σπαθίνης — ὁ, πληθ. σπαθιναῑοι, Α νεαρό ελάφι που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα τών αιχμηρών κεράτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐλαφ ίνης)] … Dictionary of Greek