-
1 τυφλίνης
τυφλίνης, ὁ, = Folgdm; Ael. H. A. 8, 13; οἱ τυφλίναι ὄφεις Arist. H. A. 6, 13.
-
2 τυφλινης
- ου или τυφλῖνος ὅ слепыш ( род неизвестной нам змеи) Arst. -
3 τυφλίνης
A blind snake, perh. Pseudopus pallasi,τυφλίναι ὄφεις Arist.HA 567b25
; - ίνοις ὄφεσιν ib. 604b25: called [full] τυφλώψ in Nic.Th. 492, Ael.NA8.13 (on the accent, v. Hdn.Gr.2.66); [full] τυφλίας and [full] τυφλών in Hsch. (unless these are errors for τυφλίνας, τυφλώψ); τυφλιης, τυφλίς, and τυφαις = caeciola, caecilia, ciccola, Gloss. (fort. τυφλίνης, τυφλίας) ; τυφλείας = caecula, ib.:—cf. κωφίας.II τυφλῖνος, ὁ, a Nile fish, Marc.Sid.25, Hsch.; also τυφλίνης (τυφλῆνις, τυφλενες codd.) Artem.4.56; τύφλην (nom.) Ath.7.312b: [var] Dim. [full] τυφλινίδιον, τό, Xenocr. ap. Orib.2.58.152 (- φλην-codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυφλίνης
-
4 τυφλών
-
5 τυφλώψ
-
6 τύφλῑνος
См. также в других словарях:
τυφλίνης — (I) ὁ, Α (δ.τ.) βλ. τυφλίνος. (II) ὁ, Α βλ. τυφλίνος … Dictionary of Greek
τυφλίνος — ο / τυφλῑνος, ΝΑ, και τυφλίνης και τύφλην, Α ζωολ. λόγια ονομασία είδους φιδιού που μοιάζει με στιλπνό σκουλήκι, τού Typhlops vermicularis, τού γένους τυφλώψ, τυπικού εκπροσώπου τής οικογένειας τυφλωπίδες νεοελλ. λόγια ονομασία άποδης σαύρας,… … Dictionary of Greek