-
1 ἐλαφίνης
A young deer, fawn, Aq. 1 Ki.24.3, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαφίνης
-
2 ὀρφώς
Meaning: name of `a large seafish of the genus of perches', `Serranus gigas' [aansluiten] or `Polyprion cermum' (com., Arist.).Other forms: secondary ὀρφός or ὄρφος (Arist.; after Hdn. Gr. 1, 224 ὄρφος κοινῶς, ὀρφῶς δε Άττικῶς).Derivatives: ὀρφ-ίσκος m. = κίχλη as a fish name (Pancrat. Ep. ap. Ath.), - ακίνης m. `young ὀρφώς' (Dorio ap. Ath.), from *ὄρφαξ (cf. δέλφαξ a.o.) with ινη-suffix as δελφακ-ίνη, ἐλαφ-ίνης a.o.), - εύς m. = ὀρφώς (Marc. Sid., Alex.) with allusion to the PN (Bosshardt 94). -- Details in Thompson Fishes s.v. and Strömberg Fischnamen 21 f.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation like the fishnames λαγώς, - ός (prop. comp.?), ἀχαρνώς a. o. Often referring to the colour connected with ὄρφνη (s. Strömberg l.c.), but in detail unclear. Improbable supposition (for *ὀρφνο-φος v.t. ?) in WP. 2, 367. Other etymologies by Sütterlin IF 29, 126 (s. Bq and WP. l.c.) and Specht Ursprung 267 (Swed. sarv `roach', Lat. sorbus `sorbtree'?). By Bechtel Namenst. 32 without semantic argumentation connected with ὀρφός in ὀρφο-βόται (s. ὀρφανός); or because of its isolated way of life (by Arist. described as μονήρης) ? -- Lat. LW [loanword] orphus, NHG Orf.Page in Frisk: 2,432Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀρφώς
См. также в других словарях:
κεγχρίνης — κεγχρίνης, ὁ (Α) φίδι που έχει στο δέρμα εξογκώματα όμοια με κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
λαγίνης — λαγίνης, ὁ (Μ) λαγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. ίνης (πρβλ. ελαφ ίνης, μοσχ ίνης)] … Dictionary of Greek
μοσχίναι — μοσχίναι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ σκιρτητικοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού *μοσχίνης (< μόσχος (Ι) + επίθημα ίνης, πρβλ. ελαφ ίνης, κερατ ίνης] … Dictionary of Greek
οξίνης — ὀξίνης, ὁ (Α) 1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινός («ὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.) 2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι 3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην … Dictionary of Greek
λαγωίνης — λαγωΐνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις ποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + επίθημα ίνης, που χαρακτηρίζει ζώα (πρβλ. ελαφ ίνης)] … Dictionary of Greek
σπαθίνης — ὁ, πληθ. σπαθιναῑοι, Α νεαρό ελάφι που ονομάστηκε έτσι από το σχήμα τών αιχμηρών κεράτων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίνης (πρβλ. ἐλαφ ίνης)] … Dictionary of Greek
χοιρίνας — ὁ, Α είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + επίθημα ινᾱς (πρβλ. ἐλαφ ίνης, λαγω ίνης)] … Dictionary of Greek