-
1 ωριμος
-
2 ώριμος
-
3 ὥριμος
-
4 ὥριμος
ὥριμος, ον (Aristot. et al.; Diod S et al.; PTebt 54, 6 [I B.C.]; LXX) ripe σῖτος ὥριμος 1 Cl 56:15 (Job 5:26).—DELG s.v. ὥρα. -
5 ὥριμος
-
6 ὥριμος
-
7 ώριμος
-
8 ώριμος
[оримос] εκ. зрелый, спелый, созревший,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ώριμος
-
9 ὥριμος
-
10 ώριμος
[оримос] επ зрелый, спелый, созревший. -
11 ὥριμος
A = ὡραῖος, ripe, ; ὡρίμη κριθή Sch.Ar.Eq. 1233, Eust.1446.29; βότρυες, opp. ὄμφακες, AP9.316 (Leon.);ὀπώρα D.S.17.67
: timely, in season, of fish, Nicom.Com.1.21: c. inf.,τοῦ ὑπάρχοντός μοι κλήρου.. ὡρίμου σπαρῆναι PTeb.54.7
(i B. C.);καιρὸς ὡριμώτατος εἴς τι Gp.9.9.7
.3 τὸ ὥριμον bloom,σευ τὸ ὥ. τέφρη κάψει Herod.1.38
. -
12 ώριμος
зрелГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ώριμος
-
13 ωριμος
olgun -
14 ώριμος
mûr -
15 ώριμος
dojrzewać czas. -
16 ώριμος
1) dospělý2) vyspělý3) zralý -
17 ώριμος
matureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ώριμος
-
18 zralý
ώριμος -
19 dojrzewać
ώριμος -
20 ωριμώτερον
ὥριμοςripe: masc acc comp sgὥριμοςripe: neut nom /voc /acc comp sgὥριμοςripe: adverbial
См. также в других словарях:
ὥριμος — ripe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)