-
41 спелый
спел||ыйприл ὠριμος, γινωμένος, μεστωμένος. -
42 ηλικία
η1) возраст;εφηβική ( — или νεανική) ηλικία — юность, пора юности, юношеский возраст;
βρεφική ηλικία — младенчество, младенческий возраст;
ανδρική ηλικία — возмужалость;
νόμιμη ηλικία — совершеннолетие;
ώριμος (προχωρημένη) ηλικία — зрелый (преклонный) возраст;
γεροντική ηλικία — старческий возраст, старость;
ηλικία στρατεύσεως — призывной возраст;
νέος στην ηλικία — молодой (о человеке); — брю ηλικίας — возрастной ценз;
φτάνω σε ηλικία — становиться взрослым;
πέρασα την ηλικία αυτή... — я уже вы- шел из того возраста, когда...;
απ' την παιδική ηλικία — или εκ παιδικής ηλικίας — с детства;
σε ηλικία πενήντα ετών — в возрасте пятидесяти лет;
τί ηλικία έχει; — или τί ηλικίας είναι; — сколько ему лет?;
2) воен, призывной возраст;καλώ υπό τα όπλα πέντε ηλικίες — призвать в армию пять призывных возрастов;
3) стаж;έχω μεγάλη κομματική ηλικία — иметь большой партийный стаж;
4) метрическая запись (о рождении), дата рождения;5) время со дня основания, сооружения, «возраст» (здания, города и т. п.);η ηλικία τού Παρθενώνος — время постройки Парфенона;
§ έχω την ηλικία μου — я уже не молод
-
43 ωριμώτερα
-
44 ὡριμώτερα
-
45 ωρίμοις
-
46 ὡρίμοις
-
47 ωρίμου
-
48 ὡρίμου
-
49 ωρίμους
-
50 ὡρίμους
-
51 ωρίμω
-
52 ὡρίμῳ
-
53 ωρίμων
-
54 ὡρίμων
-
55 ώριμα
-
56 ώριμοι
-
57 ὥριμοι
-
58 adult
-
59 mature
[mə'tjuə] 1. adjective1) ((having the qualities of someone who, or something that, is) fully grown or developed: a very mature person.) ώριμος2) ((of cheese, wine etc) ready for eating or drinking: a mature cheese.) έτοιμος(για φάγωμα κλπ.)2. verb1) (to make or become mature: She matured early.) ωριμάζω2) ((of an insurance policy) to become due to be paid: My insurance policy matures when I reach sixty-five.) λήγω•- maturely- maturity
- matureness -
60 mellow
['meləu] 1. adjective1) ((of character) made softer and more mature, relaxed etc by age and/or experience: Her personality became more mellow as middle age approached.) μειλίχιος2) ((of sound, colour, light etc) soft, not strong or unpleasant: The lamplight was soft and mellow.) γλυκός3) ((of wine, cheese etc) kept until the flavour has developed fully: a mellow burgundy.) ώριμος2. verb(to make or become softer or more mature: Old age has mellowed him.) μαλακώνω,γλυκαίνω,απαλύνομαι
См. также в других словарях:
ὥριμος — ripe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)