-
1 zralý
ώριμος -
2 dojrzewać
ώριμος -
3 зрелый
зрелый μεστός, γινόμενος ώριμος (тж. перен.)' в \зрелыйом возрасте σε ώριμη ηλικία* * *μεστός, γινόμενος; ώριμος (тж. перен.)в зре́лом во́зрасте — σε ώριμη ηλικία
-
4 спелый
-
5 зрелый
зрел||ыйприл прям., перен ὠριμος, γινομένος, μεστωμένος:\зрелыйые яблоки ὠριμα μήλα· \зрелыйый возраст ἡ ὠριμη ἡλικία· он уже \зрелыйый юноша αὐτός εἶναι πλέον ἀνδρας· \зрелыйый ум τό ὠριμο μυαλό, ὁ ὠριμος νοῦς· по \зрелыйом размышлении μετά ἀπό ὠριμη σκέψη. -
6 зрелый
επ., βρ: зрел, -а, -о (κυρλξ. κ. μτφ.) ώριμος•-ые плоды ώριμοι καρποί•
возраст ώριμη ηλικία•
зрелый учный ώριμος επιστήμονας•
зрелый ум ώριμο μυαλό.
-
7 вызревать
вызреватьнесов, вызреть сов ὠριμάζω, μεστώνω, γίνομαι ὠριμος. -
8 назревать
назреватьнесов, назреть сов1. ὠριμάζω, γίνομαι ὠριμος / ἐμπυάζω, μαζεύω πῦο (о нарыве)·2. перен ὠριμάζω:кризис назрел ἡ κρίση ὠρίμασε· назрел вопрос τό ζήτημα ὠρίμασε. -
9 наливной
наливн||ойприл 1.:\наливнойо́е су́дно τό δεξαμενόπλοιο(ν)·2. (о плодах, зерне) ὠριμος, χυμώδης, ἐδχυμος:\наливнойое яблоко τό ὠριμο μήλο, τό ζουμερό μήλο. -
10 олеряться
олерятьсянесов1. βγάζω φτερά, πτε-ροφυῶ·2. перен разг γίνομαι ὠριμος, ἀνδρώνομαι. -
11 переспелый
переспе||лыйприл παραγινομένος, ὑπερ-ώριμος. -
12 сок
сокм ὁ χυμός, τό ζουμί:апельсиновый \сок ὁ χυμός πορτοκαλλιοῦ· желудочный \сок τό γαστρικό ὑγρό· ◊ в полном \соку́ στήν ἀκμή τής'ἡλικίας, ῶριμος· вариться в собственном \соку́ разг τραβιέμαι μόνος μου, ξεροτηγανίζομαι μοναχός μου. -
13 спелый
спел||ыйприл ὠριμος, γινωμένος, μεστωμένος. -
14 adult
-
15 mature
[mə'tjuə] 1. adjective1) ((having the qualities of someone who, or something that, is) fully grown or developed: a very mature person.) ώριμος2) ((of cheese, wine etc) ready for eating or drinking: a mature cheese.) έτοιμος(για φάγωμα κλπ.)2. verb1) (to make or become mature: She matured early.) ωριμάζω2) ((of an insurance policy) to become due to be paid: My insurance policy matures when I reach sixty-five.) λήγω•- maturely- maturity
- matureness -
16 mellow
['meləu] 1. adjective1) ((of character) made softer and more mature, relaxed etc by age and/or experience: Her personality became more mellow as middle age approached.) μειλίχιος2) ((of sound, colour, light etc) soft, not strong or unpleasant: The lamplight was soft and mellow.) γλυκός3) ((of wine, cheese etc) kept until the flavour has developed fully: a mellow burgundy.) ώριμος2. verb(to make or become softer or more mature: Old age has mellowed him.) μαλακώνω,γλυκαίνω,απαλύνομαι -
17 ripe
-
18 оперяться
[απιργιάτ'σα] ρ. βγάζω φτερά, (μεταφ.) γίνομαι ώριμος -
19 спелый
[σπιέλυϊ] εκ. ώριμος -
20 оперяться
[απιργιάτ'σα] ρ βγάζω φτερά, (μεταφ) γίνομαι ώριμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὥριμος — ripe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)