-
1 ὡριμαία
A reckoning from the ὥρα (C) A.11, Ptol. Tetr. 131, Vett.Val.146.33, Id. in Cat.Cod.Astr.8(1).240, Cod.Marc. Ven.335 fol.384.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡριμαία
-
2 ὡριμάξω
A gloss on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡριμάξω
-
3 ὡριμότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὡριμότης
-
4 ὥριμος
A = ὡραῖος, ripe, ; ὡρίμη κριθή Sch.Ar.Eq. 1233, Eust.1446.29; βότρυες, opp. ὄμφακες, AP9.316 (Leon.);ὀπώρα D.S.17.67
: timely, in season, of fish, Nicom.Com.1.21: c. inf.,τοῦ ὑπάρχοντός μοι κλήρου.. ὡρίμου σπαρῆναι PTeb.54.7
(i B. C.);καιρὸς ὡριμώτατος εἴς τι Gp.9.9.7
.3 τὸ ὥριμον bloom,σευ τὸ ὥ. τέφρη κάψει Herod.1.38
.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский