-
61 ripe
-
62 оперяться
[απιργιάτ'σα] ρ. βγάζω φτερά, (μεταφ.) γίνομαι ώριμος -
63 спелый
[σπιέλυϊ] εκ. ώριμος -
64 оперяться
[απιργιάτ'σα] ρ βγάζω φτερά, (μεταφ) γίνομαι ώριμος -
65 спелый
[σπιέλυϊ] επ ώριμος -
66 возмужалый
επ.αρρενωπός, αρρενωπρεπής, ανδρικός, αντρίκιος. || ώριμος (την ηλικία). -
67 возраст
-а α.ηλικία•дети школьного -а παιδιά σχολικής ηλικίας•
люди одного -а άνθρωποι συνομήλικοι.
εκφρ.на -е – σε ηλικία, ώριμος (συνήθως για γυναίκες). -
68 выношенный
επ. από μτχ.1. καλομελετημένος, ώριμος•-ая идея καλομελετημένη ιδέα.
2. άχρηστος από τη χρήση, φθαρμένος, κουρελιασμένος, λιωμένος. -
69 год
-а (-у), προθτ. в -у, о -е, πλθ. годы κ. года, γεν. годов κ. лет а.1. χρόνος, χρονιά, έτος•новый год ο καινούριος χρόνος, το νέον έτος•
астрономический год αστρικό έτος•
текущий год το τρέχον έτος•
солнечный -ηλιακό έτος•
хозяйственный, бюджетный οικονομικό έτος•
учебный год εκπαιδευτικό έτος, εκπαιδευτική χρονιά•
урожайный год χρονιά μεγάλης σοδειάς, καρπερός χρόνος•
круглый ολόκληρο χρόνο, ολοχρονίς•
из -а в год από χρόνο σε χρόνο•
в будущем -у τον ερχόμενο! χρόνο, την άλλη χρονιά, το επόμενο έτος•
в прошлом -у τον περασμένο χρόνο, το παρελθόν έτος•
который ему -? πόσων χρονών είναι αυτός;•
ему пошел двадцатый год αυτός μπήκε στα είκοσι χρόνια•
через год μετά από ένα χρόνο,• три -а тому назад πρίν τρία χρόνια•
с новым -ом (ευχή) καλή χρονιά•
без году неделя πριν λίγο (χρόνο)•
год от -у κ. год от -а από χρόνο σε χρόνο•
на год σ’ ένα χρόνο•
за год για ένα χρόνο ή για το χρόνο•
с -у на год από τον ένα χρόνο στον άλλο.
2. πλθ. -ы δεκαετία•шестидесятые -ы η έβδομη δεκαετία•
люди сороковых годов άνθρωποι της πέμπτης δεκαετίας.
3. πλθ. года κ. годы, γεν. -ов περίοδος χρόνου, καιρός•детские -ы τα παιδικά χρόνια,η παιδική ηλικία•
-ы гражданской войны τα χρόνια (ο καιρός) του εμφυλίου πολέμου•
старые -ы τα παλιά χρόνια, Ό παλιός καιρός.
εκφρ.он в -ах – αυτός είναι ώριμος, στην ηλικία που πρέπει•не по -ам – δεν έφτασε στα χρόνια,είναι ανωρίμαστος•год на год не приходится – οι καιροί δε μοιάζουν (δύσκολη είναι η πρόβλεψη τί θά συμβεί). -
70 дозрелый
επ.ώριμος, μεστός, γινωμένος•-ые плоды ώριμοι καρποί.
-
71 заматерелый
επ.1. ώριμος την ηλικία• ηλικιωμένος.2. παλιός, παλιωμένος. || αποστεωμένος, σκληρός• ριζωμένος, αδιόρθωτος. -
72 наболевший
επ. από μτχ.ώριμος, -μασμένος•наболевший вопрос ώριμο ζήτημα.
-
73 наливной
επ.1. ρευστός, χυτός.2. του νερού του υγρού•-ая мельница υδρόμυλος, νερόμυλος•
-ое колесо υδραυλικός τροχός•
-ое судно δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο.
3. Με έκχυση.4. (για καρπούς) ώριμος, γινόμενος• ζουμερός.5. ωραίος, χυτός•-ые ножки χυτά πόδια•
-ые руки χυτά χέρια.
-
74 плод
-а α.1. καρπός• φρούτο•питаться -эми и овощами τρέφομαι με καρπούς και λάχανα•
спелый плод ώριμος καρπός•
неспелый плод άωρος (άγουρος) καρπός•
приносить -ы (κυρλξ. κ. μτφ.) καρποφορώ, δίνω, φέρω καρπούς.
2. έμβρυο, κύημα.3. μτφ. γέννημα, αποκύημα, αποτέλεσμα, προϊόν, δημιούργημα, πλάσμα•-ы его трудов καρποί της εργασίας του.
-
75 половозрелый
επ.έφηβος, ώριμος για αναπαραγωγή. -
76 развитой
επ., βρ: развит, -а, -о.1. αναπτυγμένος σωματικά, ώριμος.2. υψηλού επιπέδου•-ая промышленность αναπτυγμένη βιομηχανία.
3. μορφωμένος, πολιτισμένος• εξελιγμένος•политически развитой человек πολιτικά αναπτυγμένος άνθρωπος.
-
77 созрелый
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) παλ. ώριμος. -
78 спелый
επ., βρ: спел, -ла, -лоώριμος, γινωμένος, μεστωμένος. -
79 съёмный
επ.1. αποσπώμενος, ευαπόσπαστος πρόσθετος: αφαιρούμενος.2. ώριμος για μάζεμα•-ые плоды ώριμοι καρποί για μάζεμα.
-
80 ἄωρος
A untimely, unseasonable, χειμών, τύχαι, A.Pers. 496, Eu. 956 (lyr.); ; ;ξυνουσίη Aret.CD1.4
(butἄ. γάμος
too late,D.H.
4.7); ;μετὰ μάχην ἱκετεύειν ἄωρον ἐδόκει J.BJ5.11.1
;ἄ. θανεῖν E.Alc. 168
, cf. Hdt.2.79; οἱ ἄ. those who die untimely, Apollod.Com.4, cf. Philostr.VA6.4; esp. of those dying unmarried, PMag.Par.1.342, cf. 2725; in Epitaphs,ὤλετ' ἄ. IG12.977
: [comp] Sup. ἀωρώτατε (sic) Sammelb. 1420; ἕνεκα χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄ. unripe (for death), Metrod.52;ἀώροις περιπέσοιτο συμφοραῖς Epigr.Gr.376
([place name] Aezani): [comp] Comp. γήρως ἀωρότερα πράττειν things unbecoming old age, Plu.Sull.2.2 unripe, of fruit, Dsc.1.126, LXX Wi.4.5; of fish, out of season, opp. ὥριμος, Nicom.Com.1.21: metaph.,ἄωρος πρὸς γάμον Plu.Lyc.15
; ἄ. ὥρα Id. Comp. Thes.Rom.6.3 without youthful freshness, ugly, Eup.69, X.Mem.1.3.14 ([comp] Sup.), Pl.R. 574c. Adv.- ρως J.AJ4.8.19
.------------------------------------A ; one of the Sch. expld. it as κρεμαστοί, ἀπὸ τοῦ αἰωρῶ, but more prob. = ἄκωλοι, as Sch.HQ, from [dialect] Ion.ὤρη B.
II ἄωροι πόδες fore-feet,οὐ τοὺς ἀώρους εἶπά σοι.. πόδας πρίασθαι; σὺ δὲ φέρεις ὀπισθίους Philem.145
.------------------------------------
См. также в других словарях:
ὥριμος — ripe masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)