-
1 ώριμα
-
2 ὤριμα
Βλ. λ. ώριμα -
3 ὥριμα
Βλ. λ. ώριμα -
4 ωρίμα(ν)ση
[-ις (-εως)] η, ωρίμασμα τό1) созревание; 2) перен. созревание; 3) назревание (нарыва); 4) возмужание -
5 ωρίμα(ν)ση
[-ις (-εως)] η, ωρίμασμα τό1) созревание; 2) перен. созревание; 3) назревание (нарыва); 4) возмужание -
6 додумать
додуматьсов, додумывать несов разг σκέφτομαι ὠριμα γιά κάτι:\додумать до конца τό καλοσκέφτομαι, σκέφτομαι καλά \додуматьси (до чего-л.) διανοούμαι, σκέφτομαι:как можно доду́маться до этого? πῶς εῖνε δυνατόν νά σκεφθεί κανένας τέτοιο πρᾶμα; -
7 зрелый
зрел||ыйприл прям., перен ὠριμος, γινομένος, μεστωμένος:\зрелыйые яблоки ὠριμα μήλα· \зрелыйый возраст ἡ ὠριμη ἡλικία· он уже \зрелыйый юноша αὐτός εἶναι πλέον ἀνδρας· \зрелыйый ум τό ὠριμο μυαλό, ὁ ὠριμος νοῦς· по \зрелыйом размышлении μετά ἀπό ὠριμη σκέψη. -
8 maturely
adverb ώριμα -
9 первинка
-и θ. (απλ.) το πρωτόβγαλτο, το νέο, το καινούριο, το πρώτο•яблоки—и τα πρώτα (ώριμα) μήλα.
-
10 ὥριμος
A = ὡραῖος, ripe, ; ὡρίμη κριθή Sch.Ar.Eq. 1233, Eust.1446.29; βότρυες, opp. ὄμφακες, AP9.316 (Leon.);ὀπώρα D.S.17.67
: timely, in season, of fish, Nicom.Com.1.21: c. inf.,τοῦ ὑπάρχοντός μοι κλήρου.. ὡρίμου σπαρῆναι PTeb.54.7
(i B. C.);καιρὸς ὡριμώτατος εἴς τι Gp.9.9.7
.3 τὸ ὥριμον bloom,σευ τὸ ὥ. τέφρη κάψει Herod.1.38
.
См. также в других словарях:
ώριμα — Ν επίρρ. βλ. ώριμος … Dictionary of Greek
ὤριμα — ἄριμα , ἄριμα one eyed indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὥριμα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
μηκόπτερα — (mecoptera). Τάξη ολομετάβολων εντόμων, η κοινή ονομασία των οποίων είναι μύγες σκορπιοί, εξαιτίας της ουράς των αρσενικών ατόμων της οικογένειας των πανορπιδών, η οποία είναι γυρισμένη στην άκρη προς τα πάνω, όπως η ουρά του σκορπιού. Η τάξη… … Dictionary of Greek
ελέφαντας, θαλάσσιος — Πτερυγόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές και έχει μήκος 6 7 μ. στο αρσενικό και περίπου 4 μ. στο θηλυκό. Το βάρος του φτάνει τους 3 και 1,5 τόνους αντίστοιχα. Η αξιοσημείωτη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ώριμος — η, ο 1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας. 2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας. 3. φρ., «ώριμη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μαχάων — Έντομο της οικογένειας των παπιλιονιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Papilio machaon. Πρόκειται για ημερόβια πεταλούδα, η οποία συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες της Ευρώπης, καθώς το μέγεθός της φτάνει τα 6,4 10… … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek