-
61 λαβρος
3(ᾱ и ᾰ)1) резкий, бешеный, порывистый(οὖρος Hom.; πνεῦμα Aesch.)
2) бурный, стремительный(κῦμα, ποταμός Hom.)
3) сильный, обильный(ὄμβρος Her.; καπνός Pind.)
4) бушующий(πόντος, πῦρ Eur.)
5) дикий, свирепый(ὄμμα Eur.)
6) дерзкий, злой(στόμα Soph.)
7) неистовый, мятежный(στρατός Pind.)
8) огромный, громадный(λίθος Pind.; μάχαιρα Eur.)
9) страстный, неукротимый(ἐπιθυμία Arst.; ἔρως Anth.)
10) жадный, прожорливый(δράκοντος γένος Eur.)
11) неумеренный, безмерный(ποτός Diod.)
-
62 Λακαινα
I(χώρη Her.; πόλις Eur.)
IIἥ (дор. gen. pl. Λακαινᾶν)2) (sc. χώρα) Лакония, Лакедемон Xen.3) (sc. κύλιξ) лаконская чаша Arph. -
63 λιθοβλητος
2[λίθος + βάλλω]1) усаженный (драгоценными) камнями(κεκρύφαλος Anth.)
2) мечущий камни, метательный(εὐστοχίη Anth.)
-
64 λυχνιτης
-
65 Μαγνητις
(ἵππος Pind.)
Μ. λίθος Eur., Plat. — магнесийский камень, т.е. магнит -
66 Μελαμπυγος
-
67 μικρος
μικρός, σμῑκρόςдор.-беот. μικκός 3(compar. μικρότερος - чаще μείων, μειότερος и ἐλάσσων; superl. μικρότατος - чаще μεῖστος, μειότατος и ἐλάχιστος)1) малый, маленький, небольшой(ὄρνις Hom.; ἄστεα Her.)
σ. δέμας Hom. — малорослый;σ. λίθος μέγα κῦμ΄ ἀποέργει погов. Hom. — маленький камень сдерживает большую волну;σ. δ΄ ὁρᾶν Arph. — маленький на вид2) немногочисленный, скудный, небольшой(ἔλαιον, ἀργύριον Xen.)
σμιχρὸν ἐπὴ σμικρῷ καταθεῖναι Hes. — накапливать мало-помалу3) слабый, маловажный(ἔγκλημα Soph.)
ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. — по ничтожному поводу;ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Soph. и ἐν μικρῷ προσλαμβάνεσθαι Polyb. — не придавать большого значения;σμικρότατος τέν δύναμιν Plat. — самый незначительный4) непродолжительный, короткий(ἐν μικρῷ, sc. χρόνῳ Pind., Eur.). - см. тж. μικρόν, μικροῦ, μικρῷ
-
68 μονολιθος
ион. μουνόλῐθος 2высеченный из одного лишь камня, сделанный из одной глыбы, монолитный(οἴκημα, στέγη Her.)
-
69 μυλικος
-
70 Νομας
-
71 οβριμος
21) могучий, мощный(Ἄρης, Ἀχιλλεύς, Ἕκτωρ Hom.)
2) огромный, тяжелый(λίθος, ἔγχος, ἄχθος Hom.)
3) бурный, неистовый(ὕδωρ Hom.; μῖσος Aesch.)
-
72 οκριοεις
-
73 ολκη
ἥ [ἕλκω]1) тяга, таскание(τοῦ καλωδίου Arst.; ἀρότρου Sext.; sc. πλοκάμου Aesch.)
ἀπὸ μιᾶς ὁλκῆς Arst. — одним рывком;περὴ λόγων ὁ. Plat. — подтаскивание слов, т.е. игра словами2) притягивание, увлекание(ὁ. καὴ ἀγωγέ παίδων πρός τι Plat.)
3) втягивание(πνεύματος Arst.)
4) притяжение, влечение, тяготение, притягательная сила(τῆς ὁμοιότητος Plat.)
5) тяжесть, вес(λίθος δεκατάλαντος ὁλκήν Plut.)
6) (весовая) драхма Sext. -
74 οροβιτης
-
75 παμμεγεθης
2чрезвычайно большой, огромный, громадный(πρᾶγμα Xen.; πλῆθος θησαύρου Plat.; σημεῖον Dem.; ὀδόντες Arst.; ὄρος Polyb.; λίθος Plut.)
-
76 Παριος
-
77 πεδητης
-
78 Πεντελικος
3из дема или в деме Пентела, пентельский (неправ. пентеликонский)Π. λίθος Plat. — пентельский камень, т.е. мрамор ( которым славился τὸ Πεντελικὸν ὄρος или Βριλησσός, отрог горы Парнет)
-
79 περιμηκης
дор. περιμάκης 2(κοντός, ὄρος Hom.; λίθος Her.)
-
80 πετραιος
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek