-
1 στρατος
ὅ (эп. gen. στρατόφι)1) войско, армия Hom., Her.σ. νηΐτης Thuc. — десантное войско, морская пехота
2) вооруженные силыσ. ναυβάτης или ναυτικός Aesch. — морские силы, флот
3) флотχιλιόναυς σ. Eur. — флот в тысячу кораблей
4) толпа, народ, тж. население Soph.Αἰγέως σ. Aesch. — народ Эгея, т.е. население Аттики
-
2 Στρατος
ὁ и ἥ Страт(ос) ( главный город Акарнании) Thuc., Xen., Polyb. -
3 στρατός
ο армия, вооружённые силы, войско, войска;τακτικός ( — или μόνιμος) στρατός — регулярная армия;
στρατός της ξηράς — сухопутные войска;
υπηρετώ στο στρατό — служить в армии
-
4 στρατός
ὁ στρατός войско -
5 στρατός
[сгратос] ουσ α армия, войско. -
6 ιπποβαμων
1) сидящий на коне, конный(Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.)
διφυής τ΄ ἄμικτος ἱ. στρατός Soph. — двуобразное дикое конное полчище, т.е. Κένταυροι2) используемый как конь, верховой(κάμηλος Aesch.)
3) перен. гордо гарцующий, т.е. высокопарный, напыщенный(ῥήματα Arph.)
-
7 στρατοφι
-
8 αγεστρατος
-
9 αιχμητης
-
10 αλλοθροος
стяж. ἀλλόθρους 2чужеязычный, т.е. иноземный, чужой(ἄνθρωποι Hom.; πόλις Aesch.; στρατός Her.)
ἀ. γνώμη Soph. — совет незнакомца -
11 αμικτος
21) беспримесный, чистый(βίος, ἡδονή Plat.)
ἄ. τινι Plat. — свободный от примеси чего-л.2) неслитный, многоголосый(βοή Aesch.)
3) необщительный, нелюдимый, дикий(θηρῶν στρατός Soph.; ἀνήρ Eur.; θηρίον Dem.; ἥ τῆς πλεονεξίας ὑπόθεσις Plut.; γείτονες Luc.)
4) негостеприимный, неласковый(αἶα Eur.; τόπος Isocr.)
5) несоединимый, несовместимый, непримиримый(τοῖς ἄλλοις Thuc. и πρὸς ἄλληλα Plat.)
-
12 απροσοιστος
-
13 Αργολας
-
14 Αριμασποι
οἱ (тж. Ἀριμασπὸς στρατός Aesch.), аримаспы ( баснословное племя одноглазых людей) Her., Aesch. -
15 γηγενης
21) земнорожденный, земнородный, сын земли(ἄνδρες = Γίγαντες Batr., Aesch., Arph., Arst., Anth.; Ἐρεχθεύς Her.; στρατὸς Γιγάντων Soph.; οὐδὲν γηγενὲς Ὀλυμπίων ἐντιμότερον Plat.)
2) ирон. (о философах, штурмующих, подобно Гигантам, небо) нечестивый Arph.3) гигантов, т.е. мощный, потрясающий(φύσημα Arph.)
4) земной(φύσις Plut.)
-
16 γυναικειος
ион. γῠναικήϊος 2 и 3женский(βουλαί Hom.; στρατός Pind.; χείρ Arph.; ἐσθής Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и ἔργον Plut.)
θεὰ γυναικεία Plut. (лат. bona dea) — благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами) -
17 δαφνηφορεω
-
18 διαφθειρω
(fut. διαφθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. 1 διέφθαρκα, pf. 2 διέφθορα; pass.: aor. 2 διεφθάρην, pf. διέφθαρμαι)1) разрушать(πόλιν Hom.)
; уничтожать, опустошать(ὑὸς χρῆμα τὰ ἔργα διαφθείρει Her.; ἔλαφος διαφθείρων τέν νόμην Arst.)
2) убивать, умерщвлять(τινά Her.)
; pass. погибать(λιμῷ Her.; πᾶς διέφθαρται στρατός Aesch.)
3) разрушать, повреждать, портить(αἱ νῆες διεφθάρησαν Her.)
; расстраивать(τέν συνουσίαν Plat.)
τῶν οὕτερος διέφθαρτο Her. — (у Креза было два сына), из которых один был калекой;διεφθαρμένος τέν ἀκοήν Her. — глухой;ὑπὸ τῆς νόσου διεφθαρμένος Isocr. — надломленный болезнью;διεφθάρθαι φρένας Eur. — прийти в уныние;τέν φρόνησιν διαφθαρείς Isocr. — потерявший рассудок4) искажать, извращать(νόμους, γραμματεῖον Isocr.)
5) совращать, развращать(γυναῖκα Lys.; κόρην Men.; τοὺς νέους Plat.)
6) (тж. δ. νομῇ χρημάτων Aeschin., ἐπὴ χρήμασι Dem., ἀργυρίῳ и διὰ κέρδος Arst.) подкупать(τινα Her., Dem.)
7) портитьсяδιέφθορας Hom. — ты потерял рассудок;τὰ διεφθορότα σώματα Plut. — гниющие тела -
19 διπαλτος
-
20 δυσμεταχειριστος
21) трудно управляемый, неудобный(δίκτυα Xen.)
2) с трудом поднимаемый, грузный(βαρὺς τῷ σώματι καὴ δ. Plut.)
3) неуязвимый, недоступный, неодолимый(στρατὸς ναυτικός Her.)
4) с которым трудно справиться, строптивый(παῖς Plat.)
См. также в других словарях:
στρατός — army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στράτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
Στράτος — Sp Strãtas Ap Στράτος/Stratos L V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
στρατός — ο το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας: Ο ελληνικός στρατός απέκρουσε τις επιθέσεις του εχθρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στρατός της Σωτηρίας — Οργάνωση που ιδρύθηκε το 1878 από τον πρώην μεθοδιστή Ουίλιαμ Μπουθ (1829 1912), με σκοπό να οδηγήσει την ανθρωπότητα στη χριστιανική αντίληψη της ζωής με την παροχή αποτελεσματικής βοήθειας στους παραστρατημένους και των δύο φύλων, και κυρίως… … Dictionary of Greek
Στράτος, Νικόλαος — Έλληνας πολιτικός (Αθήνα 1872 1922). Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Εκλέχτηκε για πρώτη φορά βουλευτής της επαρχίας Βάλτου στις εκλογές του 1902. Διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Δ. Ράλλη (1909), προσχώρησε στο κόμμα των … Dictionary of Greek
Σωτηρίας Στρατός — (Salvation Army). Χριστιανική φιλανθρωπική οργάνωση με στρατιωτική διάρθρωση, που ιδρύθηκε από το Γουλιέλμο Μπουθ το 1865. Αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αρχών του χριστιανισμού και της ηθικής, την καταπολέμηση της ανηθικότητας και των κοινωνικών… … Dictionary of Greek
στρατοῖν — στρατός army masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοί — στρατός army masc nom/voc pl στρατόω to be on a campaign pres subj mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres ind mp 2nd sg στρατόω to be on a campaign pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατούς — στρατός army masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)