-
101 υπολιθος
-
102 φιλολιθος
-
103 χαλκιτις
-
104 χειροπληθης
-
105 χρυσολιθος
-
106 χυδαιος
-
107 ακρογωνιαίος
αία, ο[ν] краеугольный;ακρογωνιαίος λίθος — краеугольный камень
-
108 βασανίτης:
βασανίτης:
λίθος — спец. пробный, пробирный камень -
109 δρομικός
-
110 θεμέλιος
-
111 λύδιος
-
112 μετεωρικός
-
113 νάξιος
ία, ο[ν] с острова Наксос;§ η νάξία (λίθος) — наждак; — точильный камень, брусок
-
114 πυρεκβόλος
ος, ον издающий, испускающий огонь;πυρεκβόλος λίθος — кремень
-
115 φιλοσοφικός
η, ό[ν]1) философский; 2) перен. стоический; 3) равнодушный, апатичный;§ φιλοσοφική λίθος — философский камень
-
116 σάρξ
ἡ σάρξ, σαρκός плоть, мясо (λίθος σαρκοφάγος известняк, скоро разлагающий останки > саркофаг; σαρκασμός сарказм - «плотоядный» смех) -
117 ακρογωνιαίος
ακρογωνιαίος, -α, -ο1) краеугольный камень, полагающийся в основание фундамента;2) Христос:Ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας — Христос – краеугольный камень Церкви
Этим.< ακρογωνιαίος < άκρος + γωνιαίος < γωνία «край + угол». Словосочетание «краеугольный камень» употребляется в Новом Завете по отношению к Христу как основанию Церкви:εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου αυτού Χριστού Ιησού (Εφ. 2, 20) — быв утверждены на основании Апостолов и пророков, имея Самого Иисуса Христа краеугольным камнем (Еф. 2, 20)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ακρογωνιαίος
-
118 3037
{сущ., 60}Ссылки: Мф. 3:9; 4:3, 6; 7:9; 21:42, 44; 24:2; 27:60, 66; 28:2; Мк. 5:5; 9:42; 12:10; 13:1, 2; 15:46; 16:3, 4; Лк. 3:8; 4:3, 11; 11:11; 19:40, 44; 20:17, 18; 21:5, 6; 22:41; 24:2; Ин. 8:7, 59; 10:31; 11:38, 39, 41; 20:1; Деян. 4:11; 17:29; Рим. 9:32, 33; 1Кор. 3:12; 2Кор. 3:7; 1Пет. 2:4, 58; Откр. 4:3; 17:4; 18:12, 16, 21; 21:11, 19.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3037
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek