-
1 λιθοβλητος
2[λίθος + βάλλω]1) усаженный (драгоценными) камнями(κεκρύφαλος Anth.)
2) мечущий камни, метательный(εὐστοχίη Anth.)
-
2 λιθόβλητος
ος, ον забросанный камнями
См. также в других словарях:
λιθόβλητος — stone throwing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθόβλητος — η, ο (AM λιθόβλητος, ον) [λιθοβολώ] νεοελλ. αυτός που λιθοβολήθηκε μσν. διακοσμημένος με λίθους αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία … Dictionary of Greek
λιθοβλήτου — λιθόβλητος stone throwing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοβλήτων — λιθόβλητος stone throwing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεώδης — (I) λεώδης, ῶδες (Α) [λεώς] δημώδης, κοινός. (II) λεώδης, ῶδες (Α) αυτός που λιθοβολείται, λιθόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λέως (< λᾶας «λίθος»), πρβλ. κραταί λεως] … Dictionary of Greek
λιθ(ο)- — (AM λιθ[ο]) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσιαστικό λίθος και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει ως αντικείμενο τον λίθο (πρβλ. λιθοτόμος, λιθολόγος, λιθουλκός) ή γίνεται με λίθο (πρβλ. λιθόδμητος) … Dictionary of Greek
λιθοβόλητος — λιθοβόλητος, ον (AM) [λιθοβολώ] λιθόβλητος … Dictionary of Greek
λιθόβολος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… … Dictionary of Greek