Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λάβρος

См. также в других словарях:

  • λάβρος — furious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο βίαιος, ορμητικός: Του επιτέθηκε λάβρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβρότερον — λάβρος furious adverbial comp λάβρος furious masc acc comp sg λάβρος furious neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτέρων — λάβρος furious fem gen comp pl λάβρος furious masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρότατα — λάβρος furious adverbial superl λάβρος furious neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρότατον — λάβρος furious masc acc superl sg λάβρος furious neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρον — λάβρος furious masc/fem acc sg λάβρος furious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάβρως — λάβρος furious adverbial λάβρος furious masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτατᾶν — λάβρος furious masc/fem gen superl pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβροτάτη — λάβρος furious fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»