-
1 Ύλης
-
2 ύλης
ὕ̱λης, ὕληforest: fem gen sg (attic epic ionic)ὗλιςmud: fem nom /voc pl (doric aeolic)ὕ̱λης, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (doric)ὕ̱λης, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ὕ̱λης, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sgὑλάωbark: pres ind act 2nd sgὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)——————ὕ̱λῃς, ὕληforest: fem dat pl (epic) -
3 Υλής
-
4 Ὑλῆς
-
5 υλής
-
6 ὑλῆς
-
7 ὕλης
Βλ. λ. ύλης -
8 ὕλῃς
Βλ. λ. ύλης -
9 Ὕλης
Βλ. λ. Ύλης -
10 Ὕλῃς
Βλ. λ. Ύλης -
11 τάρφος
A thicket,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606
;μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238
. (From τρέφω thicken.) -
12 αἰκίζω
Aᾔκισα Herod.2.46
: [tense] pf. αἴκικα· ὕβρικα, Hsch.:— maltreat, , Tr. 839; ; of a storm, mar, spoil,πᾶσαναἰκίζων φόβην ὕλης S.Ant. 419
:—[voice] Pass., to be tortured, rarely in [tense] pres. in A.Pr. 169, Pl.Ax. 372a: [tense] pf.ᾔκισμαι D.S.18.47
, Polyaen.8.6: more freq. in [tense] aor. 1,πρὸς κυνῶν ἐδεστὸν αἰκισθέντα S.Ant. 206
;ἐδέθη καὶ ᾐκίσθη Lys.6.27
;τὰ σφέτερα αὐτῶν σώματα αἰκισθέντες And.1.138
, cf. Isoc. 4.154;εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arist.Pol. 1311b24
.II more freq. in [voice] Med. [full] αἰκίζομαι, A.Pr. 197, Isoc.4.123: [tense] impf. : [tense] fut.αἰκίσομαι AP12.80
(Mel.), [dialect] Att. - ιοῦμαι ([etym.] κατ-) E.Andr. 829: [tense] aor. , OT 1153, Isoc.5.103, X.An.3.4.5: [tense] pf. , [tense] plpf.ᾔκιστο Plu.Caes.29
:—in same sense as [voice] Act., Il. cc.; damage,τὰ χωρία D.43.72
: c. dupl. acc. pers. et rei,αἰκίζεσθαί τινα τὰ ἔσχατα X.An.3.1.18
;αἰκίσασθαί τινας πᾶσαν αἰκίαν Plb. 24.9.13
. -
13 βαθύξυλος
βᾰθύ-ξῠλος, ον,b deeply carued, γλυφαί, of coffered ceilings, J.AJ15.11.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύξυλος
-
14 βαθύς
Aβαθύς Call.Del.37
, Eratosth. 8; gen. βαθέος, βαθείας [dialect] Ion. βαθέης: dat. βαθέϊ, βαθείῃ [dialect] Ion. βαθέῃ: [comp] Comp. βαθύτερος, poet. βαθίων [ῑ [dialect] Att., [pron. full] ῐ Theoc.5.43], [dialect] Dor. βάσσων (q. v.): [comp] Sup. βαθύτατος, poet. βάθιστος:— deep or high, acc. to one's position, Hom., etc.; βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς a court within a high fence, Il.5.142, cf. Od.9.239; ἠϊόνος προπάροιθε βαθείης the deep, i.e. wide, shore, Il.2.92;τάφρος 7.341
, al.; ; κύλικες Id. Aj. 1200 (lyr.); βαθὺ πτῶμα a fall from a high rock, A.Supp. 796; πλευρὰ βαθυτάτη (vulg. βαρυτάτη), of an athlete, Ar.V. 1193; of a line of battle,βαθύτεραι φάλαγγες X.Lac.11.6
, cf. HG2.4.34; β. τομή, πληγή, a deep cut, Plu.2.131a, Luc.Nigr.35.2 deep or thick in substance, of a mist,ἠέρα βαθεῖαν Il.21.7
, cf. Od.9.144; of sand,ἀμάθοιο βαθείης Il.5.587
;ἐπὶ θῖνα βαθύν Theoc.22.32
; of ploughed land,νειοῖο βαθείης Il.10.353
; β. γῆ, opp. to stony ground, E.Andr. 637, Thphr.CP1.18.1; of luxuriant growth, deep, thick, of woods, etc.,βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555
;βαθείης ἐκ ξυλόχοιο 11.415
;βαθὺ λήϊον 2.147
, Thgn.107;τοῦ ληΐου τὸ.. βαθύτατον Hdt.5.92
.ζ; λειμών A.Pr. 652
;σῖτος X.HG3.2.17
; (lyr.); χαίτη, τρίχες, πώγων, Semon.7.66, X.Cyn.4.8, Luc.Pisc.41.b deep, of colour, PHolm.21.9: [comp] Comp., Ael.VH6.6, Lyd.Mag.2.13,πορφύριον -ύτερον PLond.3.899.4
(ii A. D.).3 of quality, strong, violent,βαθείῃ λαίλαπι Il.11.306
.b generally, copious, abundant,β. κλᾶρος Pi.O.13.62
; β. ἀνήρ a rich man, X.Oec.11.10;β. οἶκος Call. Cer. 113
;β. πλοῦτος Ael.VH3.18
, Jul.Or.2.82b; β. χρέος deep debt, Pi.O.10(11).8;στεφάνων β. τέρψις S.Aj. 1200
(lyr.);β. κλέος Pi.O. 7.53
;κίνδυνος Id.P.4.207
; β. ὕπνος deep sleep, Theoc.8.65, AP7.170, cf. Luc.DMar.2.3;εἰρήνη Id.Tox.36
;σιωπή App.Mith.99
, BC4.109 ([comp] Sup.).4 of the mind, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε β. in the depths of his soul, Il.19.125; but also, profound,φρήν Pi.N.4.8
; ;μέριμνα Pi.O.2.60
; ;μουσικὴ πρᾶγμ' ἐστὶ β. Eup.336
; βαθύτερα ἤθη more sedate natures, Pl.Lg. 930a (but, more recondite, i.e. civilized, manners, Hdt.4.95): of persons, deep, wise,β. τῇ φύσει στρατηγός Posidipp. 27.4
;ταῖς ψυχαῖς Plb.6.24.9
; also, deep, crafty, Men.1001;ἦθος Ph. 2.468
.5 of time, β. ὄρθρος dim twilight, Ar.V. 216, Pl.Cri. 43a, etc.; β. νύξ a late hour in the night, Luc.Asin.34;περὶ ἑσπέραν β. Plu.2.179e
, cf. Paus.4.18.3;βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 514
; β. γῆρας cj. in AP7.163 (Leon.), cf. Eun.VSp.457 B., al.;β. ὥρα ἔτους Charito 1.7
.II Adv.- έως Theoc.8.66
; profoundly, Procl.in Prm.p.475 S.: [comp] Sup.βαθύτατα, γηρῶν Ael.VH2.36
. (bṇqu/s, cf. βένθος.) -
15 βένθος
A = βάθος, depth of the sea,κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38
,49;ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780
, 8.51: in pl., ;ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358
;βένθεσι λίμνης 13.21
, 32; alsoβαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316
: metaph.,βένθεϊ σῆς κραδίης AP5.273
(Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr. 304, Ar.Ra. 666. (Cf. βαθύς.) -
16 βρασμός
βρασμός, ὁ,A boiling up, Aët. 1.130, Hld.5.17; fermentation,τῆς ὕλης Corn.ND3
: hence, agitation, shaking,γῆς Arist.
ap.Ar.Did.Fr. 13 (pl.), Orph.H.47.3 (pl.), Sor.1.65; shivering as if from cold, ib.80, Aret.SD2.3; rigor, Gal.7.607.2 metaph., τοῦ πάθους, τῶν παθῶν, Ph.1.306, 238.II = βράστης, J.BJ1.19.4, D.C.68.24, Phlp. in Mete.7.23, Agath.5.3; of a tidal wave, Id.2.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρασμός
-
17 βρύω
βρύω [pron. full] [ῠ], mostly [tense] pres.: [tense] impf., Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Nicaenet.7: [tense] aor. part.Aβρύσας Procop.
(v. infr.):— to be full to bursting:1 c. dat., swell or teem with, esp. of plants, ἔρνος.. βρύει ἄνθεϊ λευκῷ swells with white bloom, Il.17.56, cf. E.Ba. 107 (lyr.);κισσῷ κάρα βρύουσαν Eub.56.6
; ἰούλῳ, θριξί, κόμαις, Philostr.Her.2.2, Alciphr.3.31, Luc.Am.12;γῆ φυτοῖς βρύουσα Arist.Mu. 392b15
; alsoβρύει ἱερὰ βουθύτοις ἑορταῖς B.3.15
: metaph., βίος.. βρύων μελίτταις καὶ προβάτοις κτλ. Ar.Nu.45; of men,β. δόξᾳ B.12.179
;παμμάχῳ θράσει βρύων A.Ag. 169
(lyr.);ἀγαθοῖσι βρύοις Id.Supp. 966
(anap.);μαντικῇ β. τέχνῃ Id.Fr.350.6
; ;β. ἄνθεσιν ἥβας Tim.Pers. 221
;βρύουσαν ἀοιδὰν σοφίᾳ Lyr.Alex.Adesp. 20.4
;ἐμπόριον πλούτῳ βρύον Jul.Or.2.71d
.2 c. gen., to be full of,χῶρος.. βρύων δάφνης ἐλαίας ἀμπέλου S.OC16
;βρύοντα στέφανον μύρτων Ar.Ra. 329
(lyr.); στεφάνων δόμος ἔβρυεν prob. l. in Nicaenet. l.c.;τράπεζαν.. κόσμου βρύουσαν Alex.86.3
;καρπόν.. βρύειν σμαράγδου λίθου Philostr.VA5.5
;τόπος β. ὕλης J.AJ13.3.1
;φθειρῶν ἔβρυον πᾶς Pherecyd.Syr.
l.c.: metaph.,νόσου β. A.Ch.70
.3 abs., abound, grow luxuriantly, S.El. 422; of the earth, teem with produce, X.Cyn.5.12, cf. Philostr. VA3.56; of water, burst forth,ὕδωρ βρύσαν ἐξ ὑπονόμων Procop.Arc.19
.4 c. acc. cogn., burst forth with, gush with, γλυκύ, πικρὸν [ὕδωρ] Ep.Jac.3.11;τὴν γῆν τὰ οἰκεῖα βρύειν φησὶν ἀγαθά Ael.Fr.25
; causal,Ὧραι β. λειμῶνας Him.Or.1.19
;ῥόδα Anacreont.44.2
.—Poet. and later Prose. -
18 δέμας
A bodily frame, usu. of man, Hom. (v. infr.); rarely of other animals, Od.10.240, Pi.O.1.20; prop. the living body, but also of a corpse,νεκρὸν δ. Batr.106
, cf. S.Ant. 205, E.Or.40, 1066, Sch. Ven.Il.1.115.—Hom. uses it only in acc. sg., usu. abs., μικρὸς δ. small in stature, Il.5.801;ἄριστος εἶδός τε δ. τε Od.8.116
;δέμας ἐϊκυῖα θεῇσιν Il.8.305
;δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Od.8.14
;οὐ.. ἐστι χερείων οὐ δέμας οὐδὲ φυήν Il.1.115
, cf. Od.5.212;δέμας καὶ εἶδος ἀγητός Il.24.376
, cf. Od.18.251;χαρίεσσα δέμας Hes.Th. 260
;Κλύμενον.. ἀμώμητον δ. B.5.147
: nom. in later poets, as S.OC 110, 501, etc.: dat.δέμαϊ Pi.Pae.6.80
.2 in Lyr. and Trag. as a periphrasis, Ἀστερίας δ., the island of Delos, ib.5.42;κτανεῖν μητρῷον δ. A. Eu.84
;οἰκετῶν δ. S.Tr. 908
;Ἡράκλειον δ. E.HF 1037
(lyr.); οἰνάνθης δ., i.e. the vine-shoot, S.Fr.255.4; ἀστερωπὸν οὐρανοῦ δ. v.l. in Critias 25.33 D.; Δάματρος ἀκτᾶς.. δ., i.e. bread, E.Hipp. 138: in later [dialect] Ep.,ὕλης δ. Orph.L. 238
.3 Com., = πόσθη, Pl.Com.173.10.II as Adv., δέμας πυρὸς αἰθομένοιο in form or fashion like burning fire, Il.11.596, cf. 17.366. -
19 διαμόρφωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμόρφωσις
-
20 διαφοιτάω
Aζαφοίταισ' Sapph.Supp.25.15
:—wander, roam, l.c., Hdt.1.60; go backwards and forw ards, ib. 186; of hounds on the scent, X.Cyn.3.3;δ. διὰ τῆς χώρας Ar.Av. 557
; ἀν' ἐρῆμον δρίος prob. in Lyr.Alex.Adesp.7.2;δ. τῆς Ἰταλίας Plu.Caes.33
: c. acc.,διαφοιτῶντες [τὸ ζεῦγμα] Philostr.Im.2.17
;οἰμωγὴ δ. τὸν στρατόν Id.Her.19.12
; of a report, spread,εἰς Πώμην Plu.Fab.8
, cf. Luc.Alex.7, Hdn.1.4.8, etc.II permeate, ψυχὴ διαπεφοιτηκυῖα (sc. σώματος) Plot.1.1.4, cf. M.Ant.8.54; [δημιουργὸς] τῆς ὅλης [τῆς ὕλης] διαπεφοιτηκώς Gal.4.561
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφοιτάω
См. также в других словарях:
Ὑλῆς — Ὑλεύς Ringwood masc nom pl Ὑλεύς Ringwood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑλῆς — ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (doric) ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλης — Ὕλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλης — ὕ̱λης , ὕλη forest fem gen sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc pl (doric aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (doric) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ὕ̱λης , ὑλάω bark imperf ind act 2nd sg ὑλάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃς — Ὕλη fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃς — ὕ̱λῃς , ὕλη forest fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)