Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑμέων

См. также в других словарях:

  • ὑμέων — ὑ̱μέων , σύ thou gen 2nd pl (epic doric) ὑ̱μέων , ὑμός your masc/fem gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …   Wikipedia

  • OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TITANES — filii feruntur Titani fratris Saturni, de quo supra. Aliis videntur sici dicti ἀπὸ τῆς τίσεως, id est, ab ultione; aliquibus ἀπο τȏυ τιταίνειν, quod est trahere, vel extendere. Diodorus omnes communi nomine a Titea matre vult appellatos, quae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …   Dictionary of Greek

  • καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …   Dictionary of Greek

  • οδώ — (I) ὁδῶ, άω (Α) [οδός] εξάγω κάτι με σκοπό να τό πουλήσω («βοράν ὁδῆσαι ναυτίλοις», Ευρ.). (II) ὁδῶ, όω (Α) [οδός] 1. δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, οδηγώ κάποιον από τον σωστό δρόμο 2. διατάσσω, διευθύνω («ὅδωσον δυσθανάτων κρατήρων πληρώματα»,… …   Dictionary of Greek

  • υμείς — ὑμεῑς ΝΜΑ, και δωρ. τ. υμές, και αιολ. τ. ὔμμες Α (ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. β πρόσ. συ) εσείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τού πληθυντικού τού β προσώπου τής προσωπικής αντωνυμίας ανάγονται σε ΙΕ τ. *(y)us (s)me (πρβλ. λατ. vōs, αρχ. ινδ. yusmān) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»