-
1 ὑδραίνω
A water, ὑ. [γᾶν], of a river, E.Tr. 226 (lyr.);ὑ. τινά
wash, sprinkle with water,Id.
IT54:—[voice] Med., wash oneself, bathe,ὑδρηναμένη Od.4.750
, 759; λουτρὰ ὑδράνασθαι χροΐ pour water over one's body, E.El. 157 (lyr.).II ὑδραίνειν χοάς τινι pour libations to.., Id.IT 161 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραίνω
-
2 ὑδραύλης
A one who plays the ὕδραυλις, POxy.93.2 (iv A. D.), Cod.Just.10.48.4; also [full] ὕδραυλος, ὁ, SIG737.4 (Delph., i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραύλης
-
3 ὑδραῖος
II οὐδραία· ὑδρία, μέτρον τι, Ἀττικοῦ μετρητοῦ ἥμισυ, Hsch. (Apparently [dialect] Boeot. or [dialect] Lacon.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδραῖος
-
4 ὑδρεία
-
5 ὑδρεκδοχεῖον
ὑδρ-εκδοχεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρεκδοχεῖον
-
6 ὑδρέλαιον
ὑδρ-έλαιον, τό,A water mixed with oil, Dsc.2.85, Plu.2.663c, Sor.1.76, Gal.11.534, Ruf. ap. Orib.8.24.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρέλαιον
-
7 ὑδρεντεροκήλη
ὑδρ-εντεροκήλη, ἡ,A hernia complicated with hydrocele, Gal. 19.448.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρεντεροκήλη
-
8 ὑδρεύς
-
9 ὑδρευτής
A drawer of water, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρευτής
-
10 ὑδρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρευτικός
-
11 ὑδρεύω
A draw fetch, or carry water, Od. 10.105, Thgn.264:—freq. in [voice] Med., draw water for oneself, [κρήνη] ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται Od.7.131
, 17.206, cf. Hdt.7.193, E.Tr. 205 (lyr.);ὕδωρ ἀνασπάσαντας ὑδρεύεσθαι Th.4.97
;παρὰ τῶν γειτόνων Pl.Lg. 844b
; [ἀπὸ τελμάτων] ὑ. αἱ μέλιτται Arist. HA 626a11
.II trans., water, irrigate, Thphr.HP2.6.3. -
12 ὑδρεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρεῖον
-
13 ὑδρηγός
ὑδρ-ηγός, ὁ,A water-conduit, Hsch. s.v. ἀπώρυγας, Suid. s.v. παροχετεύει: as Adj., Hsch. s.v. ῥοῶδες, Suid. s.v. ὀχετηγός.II water-carrier, Ostr.Bodl. i 316 (i B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρηγός
-
14 ὑδρήϊον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρήϊον
-
15 ὑδρηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρηλός
-
16 ὑδρία
A water-pot, pitcher, Ar.V. 926, Ec. 678 (anap.), LXX Ec.12.6, CIG2855.10 ([place name] Branchidae), Ev.Jo.2.6, etc.; ὑδρίης πέρι δῆρις (cf. ἀμφορίτης) A.R.4.1767: prov., ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the door, 'there's many a slip 'twixt cup and lip', Arist.Rh. 1363a7.II vessel of any kind, e. g. wine-pot, Ar.Fr. 136; a pot of money, Id.Av. 602 (anap.) ( ἐν ὑδρίαις γὰρ ἔκειντο οἱ θησαυροί Sch. ad loc.( 603)), cf. IG11(2).161 B100 (Delos, iii B. C.);ὑ. χαλκῆ D.47.52
; ὑ. χρυσῆ, ἀργυρᾶ, IG22.204.35; ὑδρίαι ἄρτων πέντε bread-pans, POxy.155.4 (vi A. D.).2 balloting urn, esp. in lawcourts, etc., IG9(1).334.45 ([dialect] Locr., v B. C.), Isoc.17.33, Plu.TG11.3 cinerary urn, Id.Phil.21, Luc.Dem.Enc.29, etc. -
17 ὑδριάς
-
18 ὑδριαφόρος
ὑδρ-ιᾱφόρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδριαφόρος
-
19 ὑδρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρίδιον
-
20 ὑδρινεῖον
ὑδρ-ινεῖον, τό,A = ὑδρία, Stud.Pal.20.67.44 (ii/iii A. D.); ὑ. κασσιτέρινον ib.46.14 (ii/iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρινεῖον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
κεφαλύδρωψ — και κεφαλύδερος, ο υδροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + ύδρ ωψ < θ. ὕδρ (τού ὕδωρ, πρβλ. ἄν υδρ ος) + ωψ (< ὄπωπα), πρβλ. ευρύ ωψ, ελίκ ωψ] … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
ορσύδρα — η (Α ὀρσύδρα) νεοελλ. σωλήνας προσαρμοσμένος στο εξωτερικό οικοδομής για την αποχέτευση τών νερών τής βροχής, υδρορρόη, λούκι αρχ. σωλήνας, με τον οποίο ανεβαίνει το νερό σε ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ(ο) , κατά τα σύνθ. σε ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + υδρ … Dictionary of Greek
Anglish — is a form of constrained writing in English in which words with Greek, Latin, and Romance roots are replaced by Germanic ones. (See etymology.)Sometimes this is achieved by use of synonyms and sometimes by neologisms. When merely consisting of… … Wikipedia
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
Μοραίος — Μοραῑος, ὁ (Μ) Πελοποννήσιος, Μοραΐτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Μορέας + κατάλ. αῖος (πρβλ. Υδρ αίος)] … Dictionary of Greek
εξυδρίας — ἐξυδρίας, ο (Α) άνεμος που πνέει με ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + θ. υδρ (ύδωρ) + επίθημα ίας] … Dictionary of Greek
ιεραγώ — ἵεραγῶ, έω (Α) μεταφέρω προσφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + αγώ (< αγός < αγός < άγω), πρβλ. ξεν αγώ, υδρ αγώ] … Dictionary of Greek
καταγωγείον — καταγωγεῑον, τὸ (Α) το καταγώγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσ αγωγείον, υδρ αγωγείον] … Dictionary of Greek