-
1 υγρού
-
2 ὑγροῦ
-
3 πηλός
πηλός, ὁ ( palus), auch bei den Doriern unverändert π ηλός, Thon, Lehm, aus dem der Maurer u. Töpfer arbeitet; lutum; Her. 2, 136; auch erweichter Schlamm, Koth, Morast, 4, 28; ἔξω κομίζων ὀλεϑρίο υ πηλοῠ πόδα, Aesch. Ch. 686, der auch den Staub nennt πηλοῠ κάσις, Ag. 481; Soph. frg. 432; Ar. Vesp. 248. 257; in Att. Prosa: πηλὸς ὁ τῶν χυτρέων, Plat. Theaet. 147 a; auch ὑγροῠ, Phaed. 111 d; καὶ ῥύπος, Parm. 130 c; Folgde, wie Pol.; auch im plur., 3, 79, 9. – Die Weinhefe, der Bodensatz, Soph. fr. 928; s. die Erklärer zu Ath. IX, 383 c; bei sehr späten Dichtern gradezu = οἶνος, Tryphiod. 349, vgl. Wernicke. – Eust. führt auch ἡ πηλός an.
-
4 πέλανος
πέλανος, ὁ (vielleicht ursprünglich Brei, vgl. πόλτος), gew. ein Opferkuchen, der auf den Altar gelegt u. verbrannt wurde; ἀποτρόποισι δαίμοσι ϑέλουσα ϑῦσαι πέλανον, Aesch. Pers. 200; ϑύειν, Eur. Ion 226; καλλίφλογα πέλανον, 707, vgl. Troad. 1063 Hel. 1350; Ar. Plut. 661; einzeln in Prosa, wie Plat. Legg. VI, 782 c, πέλανοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ἁγνὰ ϑύματα, wozu Tim. lex. πέμματα ἐκ παιπάλης καὶ ἐλαίου καὶ μέλιτος; – πελάνους δὲ Δήμητρος καὶ ἄλλας τινὰς καρπῶν ἀπαρχάς, D. Hal. 2, 74; vgl. Paus. 8, 2, 3 u. Harpocr. – Aber auch vom Trankopfer, χέουσα τόνδε πέλανον ἐν τύμβῳ πατρός, Aesch. Ch. 90; u. übertr. von dem dicken Blute, ῥοφεῖν ἐρυϑρὸν ἐκ μελέων πέλανον, Eum. 255, vgl. Ag. 96; Pers. 802 ist unter πέλανος αἱματοσφαγής das vom Blute der Erschlagenen erweichte Schlachtfeld zu verstehen; πρὸς αἱματηρὸν πέλανον Eur. Alc. 854. – Nach Suid. auch τὸ πεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον, Harz, Gummi; – ὁ πεπηγὼς ἀφρός, Hesych.; vgl. Eur. Or. 220, wo der Schol. erkl. πᾶν ἐξ ὑγροῦ πεπηγμένον. – Sannyrion Harpocr. erkl. πέλανοι durch ἄλφιτα, und so sagt Ap. Rh. 1, 1077 μύλης πελάνους ἐπαλετρεύουσιν, Mehl. – Bei Nic. Alc. 488 = ὀβολός, vielleicht von der Gestalt, welche jene Opferkuchen in ältester Zeit hatten; vgl. Suid. πέλ. ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισϑὸς ὀβολός, welche Erkl. Hesych. bei πεδανός hat, der auch die heterogene Pluralform πέλανα anführt.
-
5 τίκτω
τίκτω, erzeugen, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2. Aufl. S. 198; fut. τέξω, Od. 11, 249 H. h. Merc. 493, gew. τέξομαι, Iliad. 19, 99 H. h. Apoll. 101 Hes. Th. 469. 898; poet. τεκοῠμαι, τεκεῖσϑαι, H. h. Ven. 127, welche Form Buttm. ausf. gr. Gr. 1p. 406 bezweifelt, so wie τεξείεσϑε bei Arat. Phaen. 124; aor. ἔτεκον, perf. τέτοκα, τετοκυῖα, Hes. O. 593; unattisch ist τέτεγμαι, ἐτέχϑην, die sich bei Hippocr., Anacr. 36, 8. 38, 1, Pausan. u. a. Sp., wie N. T. Matth. 2, 2 finden; τέτογμαι nur bei Synes.; ἔτεξα ist selten, s. Lob. Phryn. p. 743; die Dichter brauchen das med. τίκτομαι gleichbedeutend mit dem act., Aesch. bei Ath. XIII, 600 b; τέξασϑαι, Hes. Th. 889, zw.; häufiger aor. II. ἐτεκόμην, τεκέσϑαι, Hem. – Gew. von der Mutter, gebären, τέκνα, παῖδα, υἱόν, oft Hom., τινί, einem Vater ein Kind gebären, auch ὑπό τινι, Il. 2, 714. 728. 742. 5, 313. 7, 469. 14, 492; ἔκ τινος, Isae. 3, 15; παρά τινος, Luc. Alex. 42; παρά τινι, Eur. El. 62; Plut. Pericl. 24; παῖδα τέξεται Pind. P. 9, 59; ἡ τεκοῦσα, die Mutter, Aesch. Spt. 909 Eum. 441; oft Soph. u. A., auch praes., ἡ τίκτουσα, Soph. El. 334 O. R. 1247; ὥςπερ ἡ τίκτουσ' ἐγώ El. 523; in Prosa, μακάριόν σε ἡ μήτηρ ἔτικτεν, Plat. Charmid. 158 b; – vom Vater, erzeugen, oft bei Hem., Iliad. 6, 206 Ἱππόλοχος δ' ἔμ' ἔτικτε, Odyss. 14, 174 ὃν τέκ' Ὀδυσσεύς, Odyss. 4, 387 τὸν δέ τ' ἐμόν φασιν πατέρ' ἔμμεναι ἠδὲ τεκέσϑαι, das medium Homerisch statt des activ.; Iliad. 13, 450 sqq. Ζηνός, ὃς πρῶτον Μίνωα τέκε Κρήτῃ ἐπίουρον· Μίνως δ' αὖ τέκεϑ' υἱὸν ἀμύμονα Δευκαλίωνα, Δευκαλίων δ' ἐμὲ τίκτε. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 n. 155. Hes. im act. Th. 208. 281, im med. frg. 32, 1; Eur. I. A. 938; τίκτει ὁ ϑρώσκων Aesch. Eum. 630; ὁ τεκών, der Vater, Ch. 679; vgl. Seph. C. C. 1110 u. Eur. El. 335. – Von beiden Eltern zusammen, Il. 22, 234. 481. 486. 24, 727 Cd. 7, 55. 23, 61; Hes. Th. 45; οἱ τεκόντες, die Eltern, Eur. Ion 51; Aesch. Spt. 49; Soph. O. R. 999 u. einzeln auch in Prosa. – Auch von Thieren, Junge bringen, werfen, von einer Stute, Il. 16, 150. 22, 225, μῆλα OI. 4, 86. 19, 113; von einer Kuh Hes. O. 593; vom Hafen, τὰ μὲν τέτοκε, τὰ δὲ τίκτει, τὰ δὲ κύει, Xen. Cyn. 5, 13; von Vögeln, Il. 2, 313; ὠὰ τίκτειν, Eier legen, Her. 2, 68 u. Sp. – Von Früchten, καρπόν Ar. Nubb. 1103; ἡ γῆ τίκτουσα ποίαν Eur. Cycl. 332; γαἴαν αὐτήν, ἣ τὰ πάντα τίκτεται Aesch. Ch. 127. – Uebh. hervorbringen, verursachen, λέγω τὴν χώρην λιμὸν τέξεσϑαι Her. 7, 49; τὸ δυσσεβὲς ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει Aesch. Ag. 760, vgl. vs. 763 und Ch. 794; φύλαξον μὴ ϑράσος τέκῃ φόβον Suppl. 493; καὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεται Spt. 419; χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ' ἀεί Soph. Ai. 518; αὐδῶ μὴ τίκτειν σ' ἄταν ἄταις El. 228; ῥήματα Ar. Ran. 1057; μέλη Eur. Suppl. 192; ἐξ ὑγροῦ πῦρ τέτοκας Mel. 51 (V, 176); in Prosa, ἃ γενόμενα ἀεὶ τίκτει πόλεμον καὶ ἔχϑραν Plat. Rep. VIII, 547 a; ἵνα πολλοὺς καὶ καλοὺς λόγους τίκτῃ Conv. 210 d; πῦρ τέξεται, sie wird eine Feuersbrunst erregen, Xen. Cyr. 7, 5, 23; Sp., wie Plut.
-
6 μαραυγέω
-
7 θόλωσις
θόλωσις, ἡ, das Schlammigmachen, Trüben, καὶ μελανία τοῦ ὑγροῦ Arist. part. an. 4, 5.
-
8 θῡμίᾱσις
θῡμίᾱσις, ἡ, das Räuchern, Diosc.; – das Verdampfen, Arist. Meteorl. 4, 9 ἡ ὑπὸ ϑερμοῦ καυστικοῦ κοινὴ ἔκκρισις ξηροῦ καὶ ὑγροῦ.
-
9 αναθυμιασις
-
10 ανοδος
I2[ἀ-] бездорожный, непроходимый(ὁδός Eur.; ὄρος Xen.)
IIἥ [ἀνά I]1) дорога вверх, подъем Her., Plat., Polyb., Plut.2) восхождение, поднятие(τοῦ ὑγροῦ Arst.)
3) поход (поездка, путешествие) вглубь страны Her., Xen.4) возвращение Diog.L. -
11 αυρα
эп.-ион. αὔρη ἥ1) дуновение, веяние, ветер(ок)(ψυχρή Hom.; ὀπωρινή HH.; εὐκρινέες αὖραι Hes.; ποντιάς Eur.; αὔ. ἀποπνέει Her.; αὔρας καλοῦμεν τὰς ἐξ ὑγροῦ φερομένας ἐκπνοάς Arst.)
2) запах, аромат(θυμιαμάτων αὖραι Arph.)
3) перен. движение, порыв(ψυχᾶς ἄδολοι αὖραι Eur.)
πολέμου μετάτροπος αὔ. Arph. — превратности войны -
12 διαντικος
-
13 διαπνεω
1) продувать, обдувать, обвевать(αὔραις διαπνεῖσθαι Xen.; ὅ ἀέρ διαπνεῖ τὸ σῶμα Arst.)
2) pass. развеваться(τρίχες διαπνεόμεναι Arst.)
3) выдыхаться, испаряться(διαπνέοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
; pass. развеиваться, рассеиваться(διαπίπτειν καὴ δ. Plat.; ἐξελθούσης τῆς ψυχῆς διαπνεῖται τὸ σῶμα Arst.)
4) переводить дух, отдыхать, приходить в себя(ἐκ δυσχερείας Polyb.; διαπνεῦσαι καὴ στῆναι Plut.)
-
14 διατηκω
расплавлять, растоплять(κηρόν Arph., Luc.)
; pass. таять(διατηκομένης τῆς χιόνος Xen.; δ. ὑπὸ ὑγροῦ Arst.)
-
15 εκκρισις
- εως ἥ1) отделение, высвобождение(ἔκκρισιν λαβεῖν μέ δύνασθαι Plut.)
2) физиол. выделение (действие и вещество)(τοῦ ὑγροῦ περιττώματος Arst.)
-
16 εκπνοη
ἥ1) выдыхание, выдох Plat., Arst.2) испарение3) pl. дыхание, веяние(Τυφῶνος Plut.)
4) pl. хрипение(θανάσιμοι ἐκπνοαί Eur.)
-
17 εξατμιζω
1) испарять(τὸ ὑγρὸν ἐκ τῆς γῆς Arst.; τὰ νάματα Plut.)
; med.-pass. испаряться(ἐξατμίζοντος τοῦ ὑγροῦ Arst.)
2) med.-pass. выдыхаться, улетучиваться(τῆς θερμασίας ἐξατμισθείσης Plut.)
-
18 εξωθεν
Iadv.1) извне, снаружи(ἐπιφαίνεσθαι Thuc.; εἰσελθεῖν Plat.; πολιτεῖαι λύονται ἔ. Arst.)
2) вне, снаружи(ὅ ἔ. ἀνήρ Arst.)
αἱ ἔ. πόλεις Plat. — иноземные государства;οἱ ἔ. Her. — посторонние лица, Plut. иноземцы, NT. язычники;οἱ ἔ. λόγοι Dem., Arst. — не относящиеся к делу слова;II(δόμων Eur.; ἔ. τοῦ ὑγροῦ μένειν Arst.)
συμφορᾶς ἂν ἔ. εἴην Soph. — (это) несчастье не коснулось бы меня;ἔ. τῶν ὅπλων Xen. — впереди (сложенного) оружия, т.е. впереди лагеря;ὅ δειμάτων ἔ. Eur. — не питающий опасений -
19 επισπαστικος
-
20 κατατασις
См. также в других словарях:
ὑγροῦ — ὑγρός wet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
διαβροχή — Φαινόμενο που εμφανίζεται κατά την επαφή ενός υγρού με ένα στερεό ή άλλο υγρό σώμα. Στη δ. οφείλεται, για παράδειγμα, η δημιουργία μηνίσκου στην επιφάνεια υγρού μέσα σε τριχοειδή σωλήνα, το σχήμα που αποκτά μια σταγόνα πάνω στην επιφάνεια ενός… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πυκνόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον άμεσο προσδιορισμό της απόλυτης πυκνότητας ενός υγρού· είναι γνωστό και ως αραιόμετρο. Αποτελείται βασικά από έναν γυάλινο κοίλο σωλήνα, ο οποίος στο κάτω μέρος έχει μια διόγκωση ερματισμένη με υδράργυρο ή με… … Dictionary of Greek
στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… … Dictionary of Greek