-
21 παρεμπτωσις
- εως ἥ1) вторжение, проникновение(τοῦ ὑγροῦ Arst.)
2) случай, случайностьδιὰ τέν σπάνιον παρέμπτωσίν τινος Sext. — вследствие редкости чего-л.
3) грам. добавление, вставка -
22 παχυνσις
-
23 πνευματοω
1) превращать в пар2) превращать в ветерπνευματούμενος ἀέρ κατὰ τέν κίνησιν Plut. — воздух, превращаемый движением в ветер
3) колебать ветром(τὸν σάλον Anth.)
-
24 πνευματωσις
-
25 συμπηξις
- εως ἥ1) сгущение, уплотнение(τοῦ ὑγροῦ Arst.)
2) плотность(τῶν ἁρμῶν Plut.)
3) сплоченность, тж. связь, близость(ἑνότης καὴ σ. Plut.)
4) сочетание(ἀρχῆς καὴ δυνάμεως Plut.)
-
26 μεταβολή
η1) изменение, перемена;μεταβολή του καιρού — перемена погоды;
2) превращение, переход (в другое состояние);μεταβολή υγρού εις αέριον — превращение жидкости в газ;
μεταβολή της φοράς (ηλεκτρικού ρεύματος) — коммутация (эл.);
3) воен. спорт, поворот;μεταβολή! кругом!;
4) биол изменчивость (путём скачка) -
27 δαψίλεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαψίλεια
-
28 δοχός
II Subst. δοχός, ὁ, receptacle, Hsch.; also, = λουτήρ, Id. -
29 εἴλω
εἴλω (also [full] εἰλέω, [full] εἱλέω, [full] εἴλλω, [full] εἵλλω, [full] ἴλλω; εἱλῶνται is f.l. in Aret.SD1.2), a word whose meanings are traceable to various roots of similar form, v. infr. D.—From εἴλω ([tense] pres. in Hom. only [voice] Pass. part. εἰλόμενος (v. infr.)), we have [dialect] Ep. [tense] aor.Aἔλσα Il.11.413
, inf.ἐέλσαι 21.295
, [dialect] Dor. part.ἔλσαις Pi.O.10(11).43
:—[voice] Med., [tense] aor.ἠλσάμην Semon.17
:—[voice] Pass., [tense] aor. 2 ἐάλην [pron. full] [ᾰ] Il.13.408; inf. ἀλῆναι, ἀλήμεναι, 16.714, 18.76; part. ἀλείς, εῖσα, έν 22.308: [tense] pf. ἔελμαι, part. -μένος 13.524
:—for ἐόλει, ἐόλητο, v. ἐόλει.—Fromεἰλέω Il.2.294
: [tense] impf.εἴλεον Od.22.460
; [var] contr.εἴλει Il.8.215
, Od.12.210;ἐείλεον Il.18.447
: [tense] fut. , AP12.208 (Strat.): [tense] aor. , Dsc.5.87 (ἐν-):—[voice] Med., [tense] impf.εἰλεῦντο Il.21.8
; part.εἰλεύμενος Hdt.2.76
:—[voice] Pass., [tense] aor.εἰλήθην Hp.Morb.4.52
: [tense] pf. and Is.11.5 (s. v. l.), Lyc. 1202: [tense] plpf.εἴληντο J.AJ 12.1.9
.A shut in (less freq. shut out, εἰλέσθων τοῦ ἱαροῦ let them be shut out from the temple, IG22.1126.48 (iv B.C.)); [Ὀδυσῆα] ἔλσαν ἐν μέσσοισι μετὰ σφίσι, πῆμα δὲ ἔλσαν (Zenod., v.l. πῆμα τιθέντες) Il.11.413;ὅτε Κύκλωψ εἴλει ἐνὶ σπῆϊ Od.12.210
, cf. 22.460;ἔνθα δυώδεκα μὲν μένον ἤματα δῖοι Ἀχαιοί· εἴλει γὰρ Βορέης ἄνεμος μέγας οὐδ' ἐπὶ γαίῃ εἴα ἵστασθαι Od.19.200
;ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν Il.2.294
;εἱλεῖσθαι ἐν τῷ τόπῳ, μὴ δυνάμενον ἐκπλεῦσαι Arist.Mir. 840a33
, cf. EM298.29; εἰς ἄστυ ἄλεν (for ἄλησαν) Il.22.12;κατὰ ἄστυ ἐέλμεθα 24.662
;ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων 18.287
; ; χειμέριον ἀλὲν ὕδωρ ponded water, prevented from flowing away, Il.23.420; ὅσοι πικροὶ.. χυμοὶ κατὰ τὸ σῶμα πλανηθέντες ἔξω μὲν μὴ λάβωσιν ἀναπνοήν, ἐντὸς δὲ εἱλλόμενοι (v.l. εἰλόμενοι) τὴν ἀφ' αὑτῶν ἀτμίδα τῇ τῆς ψυχῆς φορᾷ συμμείξαντες ἀνακερασθῶσι, Pl.Ti. 86e.2 hinder, hold in check, prevent,ἧστο Διὸς βουλῇσιν ἐελμένος Il.13.524
, cf. A.Fr.25: ἔλλοψ (as though ἴλλοψ ) is derived from ἴλλεσθαι = εἴργεσθαι and ὄψ = φωνή by Ath.7.308c.3 enclose, cover, protect,ὑπ' ἀσπίδος ἄλκιμον ἦτορ ἔλσας Callin.1.11
; τῇ ὕπο (sc. τῇ ἀσπίδι) πᾶς ἐάλη he was entirely covered, Il.13.408.B press, as olives and grapes, Paus.Gr.Fr.155; ἀμφὶ βίην Διομήδεος.. εἰλόμενοι huddling around him, Il.5.782; ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς ἀνδρῶν, εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην here where men throng, ib. 203;πλῆθεν.. ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν εἰλομένων· εἴλει δὲ.. Ἕκτωρ 8.215
, cf. 1.409, 18.447, 21.295; πόλις δ' ἔμπλητο ἀλέντων ib. 607; ἐς ποταμὸν εἰλεῦντο they were forced into the river, ib.8; εἱλουμένης τῆς τροφῆς the nourishment being concentrated, Thphr.CP6.11.8;θῆρας ὁμοῦ εἰλεῦντα Od.11.573
; [λέων] ἰλλόμενός περ ὁμίλῳ hard- pressed, A.R.2.27;ἀπωθούμενον ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος πάλιν ἐντὸς ὑπὸ τὸ δέρμα εἱλλόμενον κατερριζοῦτο Pl.Ti. 76b
:—[voice] Pass., of crowds, swarm, jostle one another,ἐν ὀλίγῳ εἰλουμένους Plu.Crass.25
; of ants, Luc.Icar.19.2 in [tense] aor. [voice] Pass., of a man or animal, contract his body, draw himself together, ; ἐνὶ δίφρῳ ἧστο ἀλείς ( huddled up),ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403
; of a lion when struck,ἐάλη τε χανών 20.168
; of a warrior,Ἀχιλῆα ἀλεὶς μένεν 21.571
; , Od. 24.538.II without the idea of pressure, collect,ἐν Πίσᾳ ἔλσαις στρατὸν λείαν τε πᾶσαν Pi.O.10(11).43
:—[voice] Pass., Ἀργείους ἐκέλευσα ἀλήμεναι ἐνθάδε πάντας to assemble, Il.5.823.C (found only in the forms εἰλέω ([etym.] εἱλ-) , ἴλλω) wind, turn round, ; ἀπὸ δὲ τῶ[ν πετρῶν] ἴλλει ἡ στεφάνη ἐπὶ τὸν λόφον GDIiv p.847 (iv B.C.);νῆα δ' ἔπειτα πέριξ εἴλει ῥόος A.R.2.571
; roll, γλῶσσαν dub.in Call.Iamb.1.144:— [voice] Pass., revolve, move to and fro,ἰλλομένων ἀρότρων S.Ant. 340
(lyr.);οἱ ἀστέρες ἐν τῷ οὐρανῷ εἰλέονται Luc.Astr.29
; περὶ τὴν γῆν ἀεὶ εἱλεῖν ἰών, as etym. of ἥλιος ([etym.] ἀέλιος), Pl.Cra. 409a; εἰλέονται ἐπὶ τὸ ὑγιὲς σκέλος they pivot or swing round on the sound leg, Hp.Art.52, cf. Mochl.20; of a flame,περὶ δ' αὐτὸν εἰλεῖτο φλόξ Mosch.4.104
; κατ' αὐτὸν (sc. τὸν κισσὸν) ἕλιξ εἰλεῖται is twined round, Theoc.1.31; ap. Stob.1.3.52; also of hair on the crown, to be whorled, Ruf.Onom.13.II roll up tight, [κῶας] εἴλει ἀφασσόμενος A.R.4.181
;τὴν μηλωτὴν εἱλήσας LXX 4 Ki. 2.8
:—[voice] Pass., ἰλλομένοις ἐπὶ λαίφεσι furled, A.R.1.329.III metaph. in [voice] Pass., ἐν ποσὶ εἱλεῖσθαι to be familiar, Hdt. 2.76;οἱ περὶ τὰς δίκας εἱλούμενοι Max.Tyr.28.3
, cf. Alciphr.3.60,64.D It seems impossible to derive all the above uses from an orig. sense squeeze, though most of those under A and B, as well as C. II, might be so explained; but A seems to imply a root meaning bar, cf. ἀποϝηλέω, ἐγϝηληθίωντι, ϝήλημα (βήλημα), εἶλαρ, and C is to be compared with εἰλύω, Lat. volvo: some passages are doubtful in meaning, μή νυν περὶ σαυτὸν εἶλλε τὴν γνώμην ἀεί do not roll or wrap your thought round you, or do not confine your thought within you, Ar.Nu. 761; γῆν.. ἰλλομένην (v.l. εἱλλ-, εἰλλ-) was taken to mean revolving by Arist.Cael. 293b31 (cf.περὶ τὸ μέσον εἱλεῖσθαι Mete. 356a5
) but expld. (omitting τήν ) as packed tightly about.. by Procl.in Ti.3.136 D.; ἐν δὲ τῇ ταραχῇ (in the churning) εὐρυχωρίης γινομένης, εἰλέεται (sc. τὸ ὑγρόν) ἀποκεκριμένον καὶ θερμαίνει τὸ σῶμα perh. is squeezed out, Hp. Morb.4.51; πρὶν δὲ ταραχθῆναι οὐκ ἔχει ἐκχωρέειν τὸ πλεῖον τοῦ ὑγροῦ, ἀλλ' ἄνω καὶ κάτω εἰλέεται μεμιγμένον τῷ ἄλλῳ ὑγρῷ is driven up and down, ibid.:— νῆα κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας (ἐλάσας Zenod.
) ἐκέασσε prob. striking the ship.., Od.5.132, cf. 7.250 (only here in this sense). -
30 λέπτυνσις
A attenuation, Hp.Prorrh.2.25; αἱ τοῦ ὑγροῦ λ. evaporation, Hero Spir.1 Praef. - τέον, one must reduce,τὸ πάχος Aët.16.61
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέπτυνσις
-
31 παραγωγή
παραγωγ-ή, ἡ,2 production in court,παίδων καὶ γυναικῶν Hermog.Stat.3
;συμβολαιογράφου ἢ μαρτύρων Cod.Just.4.21.16.2
.3 in Tactics, deploying from column into line, X.Lac.11.6 (pl.), Plb.10.23.5.4 π. τῶν κωπῶν sliding motion of the oars, so that they made no splash in coming out of the water, X.HG5.1.8; drawing along of the hands in massage, Herod.Med. ap. Orib.6.20.9.5 in Surgery, coaptation in reducing a dislocation, Hp.Art.22 (pl.), Orib.49.27.5; in setting a fracture, Gal.10.430.6 supplying, furnishing,ἡ π. τοῦ ὑγροῦ τῷ ὕδρωπι Metrod. Fr.46
K., cf. PRyl. iipp.255,421, BGU 362 viii 9 (iii A. D.).II leading astray, misleading, τῆς ἀπάτης τῇ π. by the seduction of the fraud, deception practised, Hdt.6.62: freq. in Oratt., false argument, quibble, D.23.95,219 (pl.); λόγος ταῦτα καὶ π. τοῦ πράγματος attempt to mislead as to the facts, Id.30.26;οὐ περιπλοκαὶ οὐδὲ π. Plu.Fab.3
;ἐπὶ παραγωγῇ Eus.Mynd.63
.III Gramm., derivation, A.D.Synt.192.3, Adv.146.9 (pl.); π. Ἀττική ( ἀγειρέθω from ἄγω) EM8.23; formation,ἡ π. ἡ διὰ τοῦ φι A.D.Adv.194.22
; inflexion,ἡ ἐν τοῖς ὀνόμασι π. Id.Pron.18.14
.3 generally, derivation, production, creation, Iamb.Myst.3.22, Dam.Pr.39.IV ( παράγω B) coming to land, Plb.8.5.4.2 march in battle-order, Ascl. Tact.10.1, 11.1, etc.: concrete, body of troops on the march, Arr.Tact.29.2, Ael.Tact.37.2.4 evasion, delay,π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν Plu.Sull. 28
;εὐλάβεια καὶ π. Id.Luc.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγωγή
-
32 παραπλοκή
παραπλοκή, ἡ,A weaving in,τοῦ στήμονος EM498.9
: metaph., intertwining, τῶν ποιημάτων ἐν λόγῳ (i.e. of poetical quotations in Prose) Hermog.Id.2.4 (pl.).II intermingling, S.E.M.1.95 ; admixture,κενοῦ Erasistr.
ap. Gal.4.475 ;ὑγροῦ Dsc.5.79
;νάπυος Xenocr.
ap. Orib. 2.58.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλοκή
-
33 παρέμπτωσις
4 Medic., transfusion of blood into arteries, Erasistr. ap. Gal.7.542, al., Id. ap. Anon.Lond.27.7, Herod.Med. in Rh.Mus.49.553, Plu.2.948c.b intercidence of crisis, Gal.9.868.c embolism of the retinal artery, Id.14.777.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρέμπτωσις
-
34 περίχυσις
II diffusion, Herm. ap. Stob.1.49.69 ; π. ὑγροῦ, ἀκτίνων, Porph.Gaur.3.3, 11.2 : in concrete sense, τοῦ θείου ἐν πυρὸς αἰθερίου π. διάγοντος Id. ap. Eus.PE3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίχυσις
-
35 πλησμονή
πλησμον-ή, ἡ,A a being filled, satiety, opp. ἔνδεια, κένωσις, Pl.R. 571e, Smp. 186c; esp. with food, repletion, surfeit, Hp.Aph.2.4;οὔτε π. οὔτε μέθη X.Cyr.4.2.40
, cf. Phld.Mus.p.62K.;ἐς πλησμονάς E.Tr. 1211
;ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶντι δ' οὔ Id.Fr. 895
;ἐσθίειν εἰς π. LXXEx.16.3
: c. gen.,τῶν μὲν γὰρ ἄλλων ἐστὶ πάντων π. Ar.Pl. 189
, cf. Isoc.1.20;π. ὑγροῦ Hp.Aph.7.62
;τιμῆς τε καὶ νίκης Pl.R. 586d
, etc.; alsoπ. περί τι Id.Lg. 837c
;π. ἀπό τινος Luc.Nigr.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλησμονή
-
36 πνευμάτωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πνευμάτωσις
-
37 προσφορά
II (from [voice] Pass.) that which is added, increase,τῶν ἡμαρτημένων ἄκη μέν ἐστι π. δ' οὐκ ἔστ' ἔτι S.OC 1270
; bounty, benefit, ib. 581; wedding present, Thphr. Char.30.19; offering, LXXPs.39(40).7, al., Act.Ap.21.26: pl., ib.24.17, J.AJ11.4.1, Stud.Pal.1.7.27 (v A.D.), etc.; offerings for the dead, PMonac.8.5,23 (vi A.D.), PLond.5.1708.62 (vi A.D.); deed of gift, esp. of donatio propter nuptias, Mitteis Chr.288.8 (ii A.D.), PTeb.351.1 (ii A.D.), PRyl.155.20 (ii A.D.).III (from [voice] Med.) taking of food, Arist.Somn.Vig. 458a22, Metaph. 1000a14, Thphr.HP7.9.4, 8.4.4, Od.5; ἡ τοῦ ὑγροῦ π. Arist.PA 671a13;πόσεις καὶ -φοραί Plu.2.129e
.2 food, victuals, Hp.Aph.2.33 (pl.), Thphr.CP4.9.6, Orph.Fr.49.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφορά
-
38 σιρωτής
σιρωτής, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιρωτής
-
39 σύμπηξις
A putting together, constructing, framing,ξύλων Hdn.4.2.6
; σύγκρασις καὶ ς. Plu.2.433d, cf. 95b; τοῦ σώματος Aristeas 155;τῆς λέξεως Phld.Po.Herc.994.34
; of astrological tables, κανονικαὶ ς. Vett.Val.141.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμπηξις
-
40 συνδίδωμι
II intr., cooperate, Hp.Art. 30.2 abate, slacken, of symptoms, Id.Epid.3.1.ιβ, Aret.SD1.13; relax, opp. συντείνω, Hp.Off.23; of the eyes, sink in, Arist.Pr. 876a37.4 τοῦ συνδοθέντος εἰς τὴν γαστέρα ὑγροῦ collected in the stomach, Herod.Med. ap. Aët.9.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδίδωμι
См. также в других словарях:
ὑγροῦ — ὑγρός wet masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek
διαβροχή — Φαινόμενο που εμφανίζεται κατά την επαφή ενός υγρού με ένα στερεό ή άλλο υγρό σώμα. Στη δ. οφείλεται, για παράδειγμα, η δημιουργία μηνίσκου στην επιφάνεια υγρού μέσα σε τριχοειδή σωλήνα, το σχήμα που αποκτά μια σταγόνα πάνω στην επιφάνεια ενός… … Dictionary of Greek
πλευρίτιδα — Η φλεγμονή του υπεζωκότα, ο οποίος αποτελεί ένα είδος σάκου που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια της θωρακικής κοιλότητας και, καθώς αναδιπλώνεται, την εξωτερική επιφάνεια των πνευμόνων. Ανάμεσα στα δύο πέταλα του υπεζωκότα σχηματίζεται κλειστή… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
πυκνόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον άμεσο προσδιορισμό της απόλυτης πυκνότητας ενός υγρού· είναι γνωστό και ως αραιόμετρο. Αποτελείται βασικά από έναν γυάλινο κοίλο σωλήνα, ο οποίος στο κάτω μέρος έχει μια διόγκωση ερματισμένη με υδράργυρο ή με… … Dictionary of Greek
στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
βρασμός — Φαινόμενο που συμβαίνει όταν η τάση των ατμών ενός υγρού –με τη μεταβολή είτε της θερμοκρασίας είτε της πίεσης– υπερβεί την εξωτερική πίεση. Είναι λοιπόν δυνατόν να πετύχουμε β. είτε υψώνοντας τη θερμοκρασία είτε μειώνοντας την πίεση. Με τις… … Dictionary of Greek