Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄσσος

См. также в других словарях:

  • όσσος — (I) ὅσσος, η, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. όσος. (II) ὄσσος, ὁ (Α) η κόρη τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὄσσε «τα δύο μάτια» (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • ὅσσος — ὅσος as great as masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • μελάνοσσος — μελάνοσσος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + οσσος (< ὄσσομαι «βλέπω»)] …   Dictionary of Greek

  • οσάκις — (ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι) επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. ολιγιστ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • οσσάτιος — ὁσσάτιος (Α) επικ. τ. τού όσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος επικ. τ. τού ὅσος / ὅσσος με επίθημα άτιος (πρβλ. τοσσάτιος: τόσσος / τόσος, τρισσάτιος: τρισσός)] …   Dictionary of Greek

  • οσσίχος — ὁσσίχος, η, ον και ὅσσιχος, ίχη, ον (Α) όσο μικρός ή όσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. μείλ ιχος)] …   Dictionary of Greek

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»