-
1 τοσσόσδε
τοσσόσδε n. pl. pro adv.,1 so much, to this extentεἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν O. 1.115
-
2 τοσσόσδ'
τοσσόσδε, τοσόσδεsufficient: masc nom sg (epic) -
3 τοσοσδε
τοσήδε, τοσόνδε, эп. τοσσόσδε 3столь (же) (не)большой (великий), такой (же) (не)значительный, столь (же) (не)многочисленныйπελτασταὴ τοσοίδε Xen. — столько пельтастов;
ἀνέρ τ. τῷ χρόνῳ Plat. — человек такого же возраста;τοσοίδε ὄντες Xen. — будучи в таком (небольшом) количестве - см. тж. τοσόνδε -
4 τοσόσδε
A = τόσος in all senses, but like τοσοῦτος with stronger demonstr. sense: Hom. has both common and [dialect] Ep. forms (Il.2.120, Od.5.100), but not so freq. as τόσος or τόσσος, while in [dialect] Att. τοσόσδε and τοσοῦτος are the regul. forms, the latter being most freq. in Prose:—in [dialect] Ep., τοιόσδε τοσόσδε τε joined, Il. l. c.:—; ἀλλά μοι ἔτι τ. εἰπέ ib. 330d, cf. Hdt. 1.13, etc.; and with Art., τὸ δὲ τ. οἶδα, ὅτι .. Pl.Lg. 672b: c. inf., τοσσήνδε θεοὶ δύναμιν περιθεῖεν τείσασθαι μνηστῆρας sufficient to punish.., Od.3.205: with an answering ὅσσος, Il.14.94, 18.430: τοσοίδε ὄντες being so many only, i.e. so few, X.An.2.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοσόσδε
-
5 τόσσος
См. также в других словарях:
τοσσόσδε — τοσσήδε, τοσσόνδε, Α βλ. τοσόσδε … Dictionary of Greek
τοσσόσδ' — τοσσόσδε , τοσόσδε sufficient masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσόσδε — και επικ. τ. τοσσόσδε, ήδε, όνδε, Α 1. τόσος ακριβώς ή τόσος περίπου (α. «τοσόνδε μέντοι χάρισαί μοι», Πλάτ. β. «τοιόνδε τοσόνδε τε λαὸν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. εν. ως ουσ. τo τοσ(σ)όνδε η ποσότητα 3. (το ουδ. με γεν. ως ουσ.) τόσο μέρος,… … Dictionary of Greek