Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θαύμασα

См. также в других словарях:

  • θαύμασα — θαυμάζω wonder aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσασα — θαυμάσᾱσα , θαυμάζω wonder aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάσασαι — θαυμάσᾱσαι , θαυμάζω wonder aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… …   Dictionary of Greek

  • θαυμάζω — θαυμάζω, θαύμασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιονταρίσιος — ια, ιο 1. αυτός που αναφέρεται στο λιοντάρι: Ο Ηρακλής φορούσε λιονταρίσιο δέρμα. 2. αυτός που είναι δυνατός σαν λιοντάρι, ο γενναίος: Θαύμασα τη λιονταρίσια ψυχή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οξυδέρκεια — η οξεία παρατήρηση, αντίληψη: Τον θαύμασα για την οξυδέρκειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»