-
1 θαύμασα
θαυμάζωwonder: aor ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 θαυμάσασα
θαυμάσᾱσα, θαυμάζωwonder: aor part act fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 θαυμάσασαι
θαυμάσᾱσαι, θαυμάζωwonder: aor part act fem nom /voc pl (attic epic ionic) -
4 θαυμάσας
θαυμά̱σᾱς, θαυμάζωwonder: fut part act fem acc pl (doric)θαυμά̱σᾱς, θαυμάζωwonder: fut part act fem gen sg (doric)θαυμάσᾱς, θαυμάζωwonder: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 θαυμάζω
Aθαυμάσομαι A.Pr. 476
, E.Alc. 157, Pl.Prm. 129c, [dialect] Ep.θαυμάσσομαι Il.18.467
; alsoθαυμάσω Hp.Nat.Puer. 29
, Plu.2.823f, etc. (in X.Cyr.5.2.12 θαυμάζουσι is restored for -σουσι, θαυμάσετε is v.l. for -σαιτε, Id.HG5.1.14): [tense] aor. (lyr.), etc., [dialect] Ep. : [tense] pf.τεθαύμακα X.Mem.1.4.2
, etc.:—[voice] Med., Gal.Med.Phil.2 (v.l.), Ael.VH12.30: [tense] aor. 1 ἐθαυμασάμην v.l. in Aesop.92; οὐκ ἂν θαυμας ώμεθα (leg. - σαίμεθα) Procl.in Prm.p.750S.; θαυμάσαιτο v.l. in J.BJ3.5.1:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι Isoc.6.105
, Th.2.41: [tense] aor.ἐθαυμάσθην Id.6.12
: [tense] pf.τεθαύμασμαι Plb.4.82.1
.1 abs., wonder, marvel, Il.24.394, Pl.Hp.Ma. 282e, etc.2 c. acc., marvel at, Il.24.631, etc.;πτόλεμόν τε μάχην τε 13.11
; , cf. OC 1152, El. 393:—[voice] Pass., ὡς τέρας θ. Hdt.4.28; μὴ παρὼν -άζεται I wonder why he is not present, S.OT 289.b honour, admire, worship, once in Hom. (but cf. θαυμαίνω), οὔτε τι θαυμάζειν.. οὔτ' ἀγάασθαι Od.16.203
; freq. later, as Hdt.3.80, A.Th. 772 (lyr.), S.Aj. 1093, etc.;θ. τύμβον πατρός E.El. 519
;μηδὲ τὸν πλοῦτον μηδὲ τὴν δόξαν τὴν τούτων θαυμάζετε, ἀλλ' ὑμᾶς αὐτούς D. 21.210
; μηδὲν θ., Lat. nil admirari, Plu.2.44b; technically, of the attendance of small birds on the owl, Arist.HA 609a15; θ. πρόσωπον to show respect to a person, i.e. comply with their request, LXX Ge. 19.21; θ. τινά τινος for a thing, Th.6.36;θ. τινὰ ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Tht. 161c
, X.Mem.1.4.2;ἀπὸ τοῦ σώματος τὸν νεανίσκον Plu.Rom.7
:— [voice] Pass., to be admired, Hdt.7.204;ὑπό τινος Id.3.82
;ἔν τινι Th.2.39
;τῶν προγεγενημένων μᾶλλον -θησόμεθα Isoc.6.105
; τοὺς ὁμοίως τεθαυμασμένους [ποιητάς] Phld.Po.5.31;διά τι Isoc.4.59
: c. gen.,τῆς ῥώμης Philostr.VA7.42
; ; τὰ εἰκότα θ. to receive proper marks of respect, Th.1.38;θ. τινί Id.7.63
.3 c. gen., wonder at, marvel at, τούτου (cj. for τοῦτο) Lys.7.23: c. part.,ὃ δ' ἐθαύμασά σου λέγοντος Pl.Prt. 329c
, cf. Cri. 50c;θ. τῶν προθέντων αὖθις λέγειν Th.3.38
; θ. τί τινος to wonder at a thing in a person, E.Hipp. 1041;ὃ θ. τοῦ ἑταίρου Pl.Tht. 161b
, cf. R. 376a: c. dupl. gen.,θ. τούτου τῆς διανοίας Lys.3.44
:—these phrases are used in [dialect] Att. as a civil mode of expressing dissent.4 rarely c. dat. rei, to wonder at, Th.4.85.5 folld. by Preps., [full] τὰ- όμενα περί τινος Pl.Ti. 80c
;θ. περί τινος τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται Sosip.1.37
;ἐπί σου θαυμάζω, πῶς δύνῃ.. Plb.23.5.12
;θαυμάσονται ἐπ' αὐτῇ LXXLe.26.32
.6 freq. folld. by an interrog. sentence,θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη Il.2.320
;θ. ὅστις ἔσται ὁ ἀντερῶν Th.3.38
;θαυμάζοντες τί ἔσοιτο ἡ πολιτεία X. HG2.3.17
;θ. ὡς οὔπω πάρεισιν Th.1.90
, cf. X.Cyr.1.4.20, etc.; θ. ὅτι I wonder at the fact that.., Pl.R. 489a;πολλάκις τεθαύμακα ὅπως.. Com.Adesp.22.46D.
; but more commonly, θ. εἰ.. I wonder if.., as a more polite way of saying I wonder that.., Hdt.1.155, S. OC 1140, Pl.Phd. 97a;ἐὰν.. λέγω, μηδὲν θαυμάσῃς Id.Smp. 215a
;ὃ καὶ θαυμάζω, εἰ.. D.19.86
; θαύμαζον ἀκούων, εἰ σὺ μὴ εἴης.. , Lat. mirum ni.., Ar. Pax 1292 (hex.).—This construction is freq. combined with one or other of the foregoing.b c. acc.,θαύμαζ' Ἀχιλῆα, ὅσσος ἔην οἷός τε Il.24.629
; Τηλέμαχον θαύμαζον, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε they marvelled at Telemachus, that he spake so boldly, Od. 1.382; τὸ δὲ θαυμάζεσκον ([dialect] Ion. [tense] impf.),ὡς.. 19.229
;θ. σοῦ γλῶσσαν, ὡς θρασύστομος A.Ag. 1399
, etc.: sts. without a connective,ἀλλὰ τὸ θαυμάζω· ἴδον.. Od.4.655
;σοῦ.. θαυμάσας ἔχω τόδε· χρῆν γὰρ.. S. Ph. 1362
: sts. c. inf.,θαυμάζομεν Ἕκτορα δῖον, αἰχμητὴν ἔμεναι Il.5.601
.c c. gen., θ. τινός, ἥντινα γνώμην ἔχων κτλ. Antipho 1.5;θ. τῶν.. ἐχόντων ὅπως οὐ λέγουσιν Isoc.3.3
;θ. αὐτοῦ τί τολμήσει λέγειν D.24.66
;θαυμάζω τινὸς ὅτι.. Isoc.4.1
; θ. τῶν δυναστευόντων εἰ ἡγοῦνται I wonder at men in power supposing, ib.170;ὑμῶν θ. εἰ μὴ βοηθήσετε X.HG2.3.53
; alsoθ. αὐτοῦ.. τοῦτο, ὡς.. Pl.Phd. 89a
.7 c. acc. et inf., πενθεῖν οὔ σε θ. E.Med. 268, cf. Alc. 1130: after a gen.,θαυμάζω δέ σου.. κυρεῖν λέγουσαν A.Ag. 1199
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαυμάζω
См. также в других словарях:
θαύμασα — θαυμάζω wonder aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσασα — θαυμάσᾱσα , θαυμάζω wonder aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάσασαι — θαυμάσᾱσαι , θαυμάζω wonder aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… … Dictionary of Greek
Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… … Dictionary of Greek
θαυμάζω — θαυμάζω, θαύμασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιονταρίσιος — ια, ιο 1. αυτός που αναφέρεται στο λιοντάρι: Ο Ηρακλής φορούσε λιονταρίσιο δέρμα. 2. αυτός που είναι δυνατός σαν λιοντάρι, ο γενναίος: Θαύμασα τη λιονταρίσια ψυχή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οξυδέρκεια — η οξεία παρατήρηση, αντίληψη: Τον θαύμασα για την οξυδέρκειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαυμάσας — θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem acc pl (doric) θαυμά̱σᾱς , θαυμάζω wonder fut part act fem gen sg (doric) θαυμάσᾱς , θαυμάζω wonder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)