-
1 μελάνοστος
A black-boned, αἰετοῦ.. μελανόστου θηρητῆρος read for μέλανος τοῦ in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. μελάνοσσος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνοστος
-
2 μελάνοστος
-
3 μελανόστου
μελάνοστοςblack-boned: masc /fem /neut gen sg -
4 μελάνοσσος
μελάν-οσσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελάνοσσος
См. также в других словарях:
μελάνοστος — μελάνοστος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῡ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀστέον] … Dictionary of Greek
μελανόστου — μελάνοστος black boned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek