Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὄσσος

  • 1 οσσος

         ὅσσος
        (τε) 3
        эп. = ὅσος См. οσος

    Древнегреческо-русский словарь > οσσος

  • 2 οσσα

        I.
         ὄσσα
         ὄσσᾰ
        атт. ὄττᾰ ἥ
        1) (вещий) голос, (пророческое) слово
        

    (ὄ. Διὸς ἄγγελος, ὄ. ἐκ Διός Hom.)

        2) знамение, предзнаменование
        3) слух, молва
        

    (ὄ. ἄγγελος κατὰ πτόλιν ᾤχετο Hom.)

        4) звук(и) (sc. τῆς λύρας HH.)
        5) рев, мычание (sc. βοός Hes.)
        6) шум, грохот (sc. τῆς μάχης Hes.)
        II.
         ὅσσα
        эп. pl. n к ὅσσος См. οσσος

    Древнегреческо-русский словарь > οσσα

  • 3 οσος

         ὅσος
        эп. ὅσσος (τε) 3
        1) насколько великий, сколь большой или сильный
        

    (φωνή, ὅση σχύλακος Hom.)

        θαύμαζ΄ Ἀχιλλῆα, ὅ. ἔην οἷός τε Her. (Приам) дивился Ахиллу, какой он большой и какой (красивый)

        2) сколь многочисленный
        

    (τοσοῦτοι, ὄσοι νῦν συνεληλύθατε Xen.)

        μυρίοι, ὅσσα φύλλα Hom. — бесчисленные как листья;
        ὅσσαι νύκτες τε καὴ ἡμέραι εἰσίν Hom. — еженощно и ежедневно;
        ὅσα ἔτη Xen. — ежегодно;
        ὅσοι μῆνες Dem. — ежемесячно;
        ὅσαι νύκτες Luc. — каждую ночь;
         для усиления — количественных прил.:
        ἄφθονοι ὅσοι Her. — в чрезвычайном изобилии;
        θαυμαστὸς ὅ. Plat. — поразительно большой;
        ὀλίγος ὅ. Luc. — весьма немногочисленный;
        ὅσαι πλεῖσται τῶν πολίων Her.как можно большее количество городов - см. тж. ὅσον и ὅσῳ

    Древнегреческо-русский словарь > οσος

См. также в других словарях:

  • όσσος — (I) ὅσσος, η, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. όσος. (II) ὄσσος, ὁ (Α) η κόρη τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ὄσσε «τα δύο μάτια» (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • ὅσσος — ὅσος as great as masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… …   Dictionary of Greek

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • μελάνοσσος — μελάνοσσος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + οσσος (< ὄσσομαι «βλέπω»)] …   Dictionary of Greek

  • οσάκις — (ΑΜ ὁσάκις, Α και ὁσσάκις και ὁσσάκι) επίρρ. όσες φορές, κάθε φορά που, όποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος / ὅσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. ολιγιστ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • οσσάτιος — ὁσσάτιος (Α) επικ. τ. τού όσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος επικ. τ. τού ὅσος / ὅσσος με επίθημα άτιος (πρβλ. τοσσάτιος: τόσσος / τόσος, τρισσάτιος: τρισσός)] …   Dictionary of Greek

  • οσσίχος — ὁσσίχος, η, ον και ὅσσιχος, ίχη, ον (Α) όσο μικρός ή όσο λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. ιχος (πρβλ. μείλ ιχος)] …   Dictionary of Greek

  • τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»