-
1 όμματος
-
2 ὄμματος
-
3 παν-όμματος
παν-όμματος, ganz Auge, Epigr. (I, 117).
-
4 πολυ-όμματος
πολυ-όμματος, vieläugig, Argos, Luc. D. D. 3, 1.
-
5 γλαυκ-όμματος
γλαυκ-όμματος, blauäugig, Plat. Phaedr. 253 e; Ep. ad. 608 ( App. 309).
-
6 κλαδαρ-όμματος
κλαδαρ-όμματος, mit gebrochenen, wollüstigen, verliebten Augen, Hesych. erklärt εὔσειστος τὰ ὄμματα.
-
7 δυς-όμματος
δυς-όμματος, blind, die Todten, den δερκόμενοι entgeggstzt, Aesch. Eum. 366.
-
8 μικρ-όμματος
μικρ-όμματος, kleinäugig; Arist. physiogn. 3 (808 a 30); D. L. 5, 1.
-
9 μεγαλ-όμματος
μεγαλ-όμματος, großäugig, Sp.
-
10 μελαν-όμματος
μελαν-όμματος, schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.
-
11 μον-όμματος
μον-όμματος, einäugig; Aesch. frg. 188; Cratin. b. Phryn. p. 138; Alc. 15 (XI, 12).
-
12 λιπαρ-όμματος
λιπαρ-όμματος, mit glänzenden Augen; Licymn. bei S. Emp. adv. eth. 49; Arist. physiogn. 3.
-
13 θαλερ-όμματος
θαλερ-όμματος, mit blühenden, frischen Augen, Orph. H. 80, 5.
-
14 μῡρι-όμματος
μῡρι-όμματος, zehntausendäugig, Sp.
-
15 ἀστερο-όμματος
ἀστερο-όμματος, ὄρφνη, sternäugig, Orph. H. 34, 13.
-
16 ἀν-όμματος
ἀν-όμματος ( ὄμμα), ohne Augen, Soph. Phil. 845, von einem Schlafenden, nicht sehend.
-
17 ἐξ-όμματος
ἐξ-όμματος, 1) mit hervorstehenden Augen, Poll. 5, 69. – 2) geblendet, Nicet.
-
18 ἰ-όμματος
ἰ-όμματος, mit Veilchenaugen, Sp.
-
19 ὠχρ-όμματος
ὠχρ-όμματος, mit blassen, bleichen, gelblichen Augen, Arist. physiogn. 6 p. 812, 8.
-
20 παρ-έρχομαι
παρ-έρχομαι (s. ἔρχομαι), 1) an der Seite oder daneben vorbeikommen, Od. 12, 62. 16, 357; oft mit dem Nebenbegriffe »glücklich entkommen«, Il. 1, 132 (vgl. 2); mit dem acc. des Gegenstandes, an dem man vorbeikommt, 8, 239; Her. 3, 72; Plat. Alc. I, 123 b; – vorbeigehen, verfließen, κῠμα, Od. 5, 429, von der Zeit, vergehen, πρὶν ἂν τὸ καῦμα παρέλϑῃ, Plat. Phaedr. 242 a; τὸν παρελϑόντ' ἄροτον, Soph. Trach. 69; ἐν τῷ παρεληλυϑότι χρόνῳ, in der vergangenen Zeit, Plat. Rep. VI, 499 c; τῆς παρελϑούσης νυκτὸς ταυτησί, Prot. 310 a; u. übh. von Dingen, die der Vergangenheit angehören, ταῖς ὁδοῖς παρελϑούσαις, Soph. O. C. 1397, vgl. Phil. 1358; ὅντινα τὸν παρεληλυϑότα βίον βεβίωκεν, Plat. Lach. 188 a, das vergangene Leben; Sp. – 2) zuvorkommen, an Schnelligkeit übertreffen, οἴοισιν δείδοικα ποσὶν μή τίς με παρέλϑῃ Φαιήκων, Od. 8, 230, daß mich Einer im Lauf übertreffe, vgl. Il. 23, 345 οὐκ ἔσϑ' ὅς κέ σ' ἕλῃσι μετάλμενος, οὐδὲ παρέλϑῃ; aber auch ἐν δόλοισιν, in Listen übertreffen, Od. 13, 291. Daher = täuschen, überlisten, Διὸς νόον, Hes. Th. 613; vgl. Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 936; ἕτερος ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλϑεν, übertraf an Macht, Eur. Bacch. 904; μὴ τὴν τεκοῦσαν τῇ φιλανδρίᾳ ζήτει παρελϑεῖν, Androm. 229; ἢν ἀναιδείᾳ παρέλϑῃς αὐτόν, Ar. Equ. 277; τὰ ἔργα τοὺς λόγους παρέρχεται, Dem. 10, 3. – 3) übergehen, aus der Acht lassen, unbemerkt lassen; ὡς δὲ πάντ' ἐπελήλυϑεν κοὐδὲν παρῆλϑεν, Ar. Vesp. 636; Plat. Phaedr. 278 e. Dader auch entgehen, πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται, Theogn. 419; vgl. Soph. Trach. 226, οὐδέ μ' ὄμματος φρουρὰν παρῆλϑε τόνδε μὴ λεύσσειν στόλον; u. τοῠτο γὰρ αὖ με μικροῠ παρῆλϑεν εἰπεῖν, Dem. 21, 110, das vergaß ich beinahe zu sagen. – Aber auch = darüber hinausgehen, übertreten, νόμον, Lys. 6, 52; Dem. 37, 37; vgl. Eur. Suppl. 231. – 4) hinzu-, hinangehen, -kommen; Hes. O. 218; εἴσω, Aesch. Ch. 845 u. A.; εἴς τι, Her. 3, 77; Eur. Ion 1171, der es auch c. accus. verbindet, παρῆλϑε νυμφικοὺς δόμους Med. 1137, Hipp. 108; εἰς τὰ βασίλεια, Plut. Anton. 74; εἴσω Πυλῶν, eindringen, Dem. 18, 35; bes. vor einer Versammlung oder sonst als Redner öffentlich auftreten, παρελϑὼν ἔλεξε τοιάδε, Thuc. 2, 59. 3, 36 u. öfter; Ar. Eccl. 409; ἐὰν ϑᾶττον ἐς τὸν Ἀϑηναίων δῆμον παρέλϑῃς, Plat. Alc. I, 105 a u. oft bei den Rednern u. Sp., παρελϑὼν εἰς τὸν δῆμ ον, Plut. Them. 4; παρελϑεῖν εἰς τὸ κοινὸν βουλευτήριον, Pol. 2, 50, 10. – Auch εἰς τὴν δυναστείαν, Dem. 9, 24, zur Herrschaft gelangen, wie εἰς τὴν ἀρχήν, Plut. Anton. 5; ἐπὶ τὰ πράγματα, Luc. D. Mort. 12, 4; εἰς τὴν οὐσίαν, die Erbschaft antreten, Gall. 12.
См. также в других словарях:
ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προκόπτω] προκοπή, πρόοδος … Dictionary of Greek
πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για … Dictionary of Greek
σύγκομμα — όμματος, τὸ, Α [συγκόπτω] είδος φαρμάκου ή εδέσματος … Dictionary of Greek
υπόκομμα — όμματος, τὸ, Α [ὑποκόπτω] 1. (ιδίως για έντομα) η κατά την οσφύ περίσφιγξη 2. (για χιτώνα) μέση («ὀρθοστάδιοι χιτῶνες οἱ στατοί, ὑπόκομμα ἔχοντες», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ευόμματος — εὐόμματος, ον (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει και τα δύο μάτια, που βλέπει καλά, που έχει οξεία όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομματος (< όμμα, τος), πρβλ. α όμματος, πολυ όμματος] … Dictionary of Greek
θαλερόμματος — θαλερόμματος, ον (Α) αυτός που έχει ζωηρά, λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + όμματος (< όμμα), πρβλ. βλοσυρ όμματος, πολυ όμματος] … Dictionary of Greek
ιερακόμματος — ἱερακόμματος, ον (Μ) αυτός που έχει μάτια γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + όμματος < όμμα (πρβλ. δυσ όμματος, μον όμματος)] … Dictionary of Greek
ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek