-
1 Glance
subs.A tender glance of the eyes: V. ὄμματος θελκτήριον τόξευμα (Æsch., Supp. 1004).Flash of light: P. and V. ἀστραπή, ἡ.At a glance, immediately: P. and V. εὐθύς.See at a glance, v.: P. συνορᾶν (acc. or absol.).Cast a glance: V. ὄψιν προσβάλλειν (dat.) (Eur., Ion, 43).——————v. intrans.Look: P. and V. βλέπειν, ἀποβλέπειν.Peep: Ar. παρακύπτειν, διακύπτειν (also Xen.), παραβλέπειν.Glance at, peep at, v. trans.: P. and V. ὑποβλέπειν (acc.), V. παραβλέπειν (acc.), παρεμβλέπειν εἰς (acc.).Glance casually at: met., P. παρακύπτειν ἐπί (acc.) (Dem. 46).Hint at: see hint at. Flash, v. intrans.: P. and V. λάμπειν (Plat.), ἐκλάμπειν ( Plat), ἀστράπτειν (Plat.), στίλβειν (Plat.), Ar. and V. φλέγειν, λάμπεσθαι, V. αἴθειν, αἴθεσθαι, μαρμαίρειν; see Shine.Glance aside (of a weapon, etc.): V. ἐξολισθάνειν, P. ἀπολισθάνειν; see turn aside.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Glance
-
2 Tender
subs.Small boat in attendance on a ship: P. ὑπηρετικόν, τό.——————v. trans.Offer: P. and V. προτείνειν, ἐκτείνειν, ὀρέγειν.Afford: P. and V. παρέχειν, προσφέρειν.Tender an oath to: P. ἐξορκοῦν (acc. or absol.).——————adj.V. τέρην.Gentle: P. also V. πρᾶος, ἤπιος; see Gentle.A tender glance of the eye: V. ὄμματος θελκτήριον τόξευμα (Æsch., Supp. 1004).Of tender years: use young.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tender
См. также в других словарях:
ὄμματος — ὄμμα eye neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προκόπτω] προκοπή, πρόοδος … Dictionary of Greek
πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για … Dictionary of Greek
σύγκομμα — όμματος, τὸ, Α [συγκόπτω] είδος φαρμάκου ή εδέσματος … Dictionary of Greek
υπόκομμα — όμματος, τὸ, Α [ὑποκόπτω] 1. (ιδίως για έντομα) η κατά την οσφύ περίσφιγξη 2. (για χιτώνα) μέση («ὀρθοστάδιοι χιτῶνες οἱ στατοί, ὑπόκομμα ἔχοντες», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ευόμματος — εὐόμματος, ον (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει και τα δύο μάτια, που βλέπει καλά, που έχει οξεία όραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομματος (< όμμα, τος), πρβλ. α όμματος, πολυ όμματος] … Dictionary of Greek
θαλερόμματος — θαλερόμματος, ον (Α) αυτός που έχει ζωηρά, λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλερός + όμματος (< όμμα), πρβλ. βλοσυρ όμματος, πολυ όμματος] … Dictionary of Greek
ιερακόμματος — ἱερακόμματος, ον (Μ) αυτός που έχει μάτια γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + όμματος < όμμα (πρβλ. δυσ όμματος, μον όμματος)] … Dictionary of Greek
ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek
κλαδαρόμ(μ)ατος — κλαδαρόμ(μ)ατος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει τα μάτια θολά από ερωτική συγκίνηση 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) oἱ κλαδαρόμ(μ)ατοι «εὔσειστοι τὰ ὄμματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδαρός «εύθραυστος, ευαίσθητος» + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. γλαυκ όμματος, πολυ … Dictionary of Greek
κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek