-
1 πρᾱΰ-γελως
πρᾱΰ-γελως, ὁ, ἡ, sanftlächelnd, Licymn. b. S. Emp. adv. eth. 49; vgl. die ion. Form πρηΰγελως.
-
2 φιλό-δαφνος
φιλό-δαφνος, den Lorbeer liebend, Eur. frg. Licymn. 4.
-
3 εὔ-λυρος
-
4 λιπαρ-όμματος
λιπαρ-όμματος, mit glänzenden Augen; Licymn. bei S. Emp. adv. eth. 49; Arist. physiogn. 3.
-
5 λιπαρόμματος
λῐπᾰρ-όμμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαρόμματος
-
6 πορθμεύω
A carry or ferry over a strait, river, etc., ;τινὰς εἰς Σαλαμῖνα Aeschin.3.158
: then, generally, carry over, carry, ; ;γραφὰς πρὸς Ἄργος Id.IT 735
; also,π.τινὰ ἐκ γῆς S.Tr. 802
, cf. E.IT 1358; π. πόδα, ἴχνος, advance, ib. 936, 266: metaph.,εἰς δάκρυα π. ὑπομνήσει κακῶν Id.Or. 1032
; ; ποῖ διωγμὸν πορθμεύεις; how far dost thou carry it? ib. 1435;Ἀχέρων ἄχεα π. βροτοῖσιν Licymn.2
; (Agath.):—[voice] Pass., to be carried or ferried over from place to place, Hdt.2.97;ἐπ' ὄχοις π. E.Tr. 569
(anap.): c.acc. loci, pass over or through,λευκὴν αἰθέρα πορθμευόμενος Id.Andr. 1229
(anap.).II [voice] Act.intr., pass over, ;Ἀχέροντος ὕδωρ AP7.68
(Arch.);κύματα Epigr.Gr.522.1
([place name] Thessalonica);τίς ἀστὴρ ὅδε π.; E.IA6
(anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορθμεύω
-
7 πραΰγελως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πραΰγελως
-
8 ἀποπλάνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπλάνησις
-
9 ἐπούρωσις
A a speeding onward, as by a gale: v.l. ἐπόρουσις ap.Sch. ad loc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπούρωσις
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий