Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μεγαλ-όμματος

См. также в других словарях:

  • μικρόμματος — η, ο (Α μικρόμματος, ον) αυτός που έχει μικρά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ὄμμα, ατος «μάτι» (πρβλ. μεγαλ όμματος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομάτης — α, ικο (Α μεγαλόμματος, ον) αυτός που έχει μεγάλα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μάτι το αρχ. μεγαλόμματος < μεγαλο * + ὄμμα, ὄμματος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»