-
1 ὠχρ-όμματος
ὠχρ-όμματος, mit blassen, bleichen, gelblichen Augen, Arist. physiogn. 6 p. 812, 8.
-
2 ὠχρόμματος
ὠχρ-όμμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠχρόμματος
-
3 ὠχρόμματος
ὠχρ-όμματος, mit blassen, bleichen, gelblichen Augen -
4 ωχρομματος
См. также в других словарях:
ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek
κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] … Dictionary of Greek