Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὠχρ-όμματος

См. также в других словарях:

  • ιόμματος — ἰόμματος, ον (Α) αυτός που έχει μενεξεδένια, βιολετιά μάτια, μελανόφθαλμος, μαυρομάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + όμματος (< ὄμμα), πρβλ. αστερ όμματος, ωχρ όμματος] …   Dictionary of Greek

  • κοκκινόμματος — κοκκινόμματος, η, ο(ν) (Μ) κοκκινομάτης, με κοκκινισμένα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + όμματος (< ὄμμα, ατος «μάτι»), πρβλ. γλαυκ όμματος, ωχρ όμματος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»