Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σαϑρά

См. также в других словарях:

  • σαθρά — σαθρός unsound neut nom/voc/acc pl σαθρά̱ , σαθρός unsound fem nom/voc/acc dual σαθρά̱ , σαθρός unsound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρᾷ — σαθρός unsound fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθράν — σαθρά̱ν , σαθρός unsound fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθράς — σαθρά̱ς , σαθρός unsound fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β …   Dictionary of Greek

  • гнилыи — (19) пр. 1. Испорченный гниением, гнилой; гнойный: червь въ гниле дрѣвѣ ражаѥтсѩ Пр 1383, 84б; ˫ако же бо зелиѥ гнило тако и тъ есть гнилъ и немощенъ ПрЮр XIV, 44в; синьци же нѣции пришедъше съ гнилыма очима суща сто˫аху ѹ дверии оклеветающе мѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μπόσικος — η, ο, θήλ. και ια 1. χαλαρός, αυτός που δεν είναι στερεός η τεντωμένος 2. επισφαλής, μη σταθερός («πρόσεχε το χώμα, γιατί είναι μπόσικο») 3. (για πρόσ.) ελαφρόμυαλος, μη σοβαρός 4. (για λόγια ή έργα) επιπόλαιος («μπόσικες δουλειές») 5. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • σαθρός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο μη στερεός, αυτός που εύκολα μπορεί να καταρριφτεί: Σαθρό επιχείρημα. – Σαθρά θεμέλια. 2. σάπιος, σαραβαλιασμένος, αυτός που δεν έχει πλέον αντοχή: Σαθρή στέγη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»