-
21 δημιουργέ
δημιουργόςone who works for the people: masc voc sg -
22 δημιουργόν
δημιουργόςone who works for the people: masc acc sg -
23 δημιουργώ
δημιουργόςone who works for the people: masc nom /voc /acc dual -
24 τεχνίτης
τεχνίτης, ου, ὁ (τέχνη; X., Pla.; ins, pap, LXX; TestSol; ApcSed 5:4 p. 131, 26 Ja.; EpArist; Philo; Jos., Ant. 20, 219; Ar. 4:2; Just., Ath.) craftsperson, artisan, designer Dg 2:3; D 12:3. Of a silversmith Ac 19:24, 25 v.l., 38 (PLampe, BZ 36, ’92, 66f [ins]). Of a potter 2 Cl 8:2 (metaph., cp. Ath. 15:2). πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης Rv 18:22.—Of God (Dox. Gr. 280a, 7 [Anaxagoras A 46]; Maximus Tyr. 13, 4c; 41, 4g; Herm. Wr. 486, 30 Sc. al.; Wsd 13:1; Philo, Op. M. 135, Mut. Nom. 31 δημιούργημα τοῦ τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν μόνων τεχνίτου; Ar. 4, 2; Ath. 16, 1 al.) as the architect of the heavenly city (w. δημιουργός) Hb 11:10. Of the holy Logos ὁ τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων Dg 7:2 (cp. Herm. Wr. 490, 34 Sc. ὁ τῶν συμπάντων κοσμοποιητὴς καὶ τεχνίτης).—HWeiss, TU 97, ’66, 52–5; s. also lit. s.v. δημιουργός.—DELG s.v. τέχνη. M-M. -
25 Δημιουργώ
Δημιουργόςone who works for the people: masc gen sg (doric aeolic)——————Δημιουργόςone who works for the people: masc dat sg -
26 δημιουργώ
δημιουργέωpractise a handicraft: pres subj act 1st sg (attic epic doric)δημιουργέωpractise a handicraft: pres ind act 1st sg (attic epic doric)δημιουργόςone who works for the people: masc gen sg (doric aeolic)——————δημιουργόςone who works for the people: masc dat sg -
27 παιδεύω
παιδ-εύω, [tense] fut. - σω: [tense] aor. ἐπαίδευσα: [tense] pf. πεπαίδευκα:—[voice] Med., [tense] fut.Aπαιδεύσομαι E.Fr. 1068
: [tense] aor.ἐπαιδευσάμην Pl.R. 546b
:—[voice] Pass., [tense] fut. παιδευθήσομαι ib. 376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri. 54a: [tense] aor.ἐπαιδεύθην S.OC 562
, Pl. Mx. 236a, etc.: [tense] pf.πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17
, Pl.Lg. 920a, etc.: ([etym.] παῖς):— bring up or rear a child,λευκὸν αὐτὴν.. ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648
:—[voice] Pass.,ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC 562
; : but mostly,II opp. τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri. 54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr. 451, E.Supp. 917;τοὺς νέους Pl.Ap. 24e
, etc.;κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178
; οἱ πεπαιδευμένοι educated, cultured persons, opp. ἀυαθεῖς, Id.185;τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν.. ὁ ποιητής Pl.R. 606e
; also, of animals, train, X.Eq.10.6 ([voice] Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or by..,παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg. 741a
;μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R. 430a
; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib. 522a;π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3
, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138;ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri. 50e
; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg. 519e, X.Mem. 2.1.17 ([voice] Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl. R. 492e, X.Mem.1.2.1 ([voice] Pass.);πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist. Pol. 1260b15
;ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3
([voice] Pass.);περὶ βύρσας Id.Ap.29
, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d;ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148
: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol. 1337b23: c. acc. et inf.,π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155
: with predicative Adj. or Subst.,π. τινὰ κακόν S.OC 919
;γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr. 601
:—in [voice] Pass., c. acc. rei, to be taught a thing,παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg. 695a
, al.;ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5
: c. acc. cogn. (attracted),ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78
: c. inf.,π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3
;ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39
(in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι .. Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π. to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg. 654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib. 876d; opp. δημιουργός, Id.Amat. 135d;ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ π. περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol. 1282a4
; π. also, well-bred, Id.EN 1128a21:—[voice] Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr. 1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R. 546b: c. acc. cogn.,πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men. 93d
:—also in [voice] Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas [voice] Med. is sts. used like [voice] Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA 561(lyr.)).2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226.III correct, discipline,τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S. Aj. 595
;διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5
; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδεύω
-
28 Δημιουργοίς
-
29 Δημιουργοῖς
-
30 Δημιουργοίσιν
-
31 Δημιουργοῖσιν
-
32 Δημιουργού
-
33 Δημιουργοῦ
-
34 Δημιουργώι
-
35 Δημιουργῶι
-
36 Δημιουργών
-
37 Δημιουργῶν
-
38 δημιοεργών
-
39 δημιοεργῶν
-
40 δημιουργοίς
δημιουργέωpractise a handicraft: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)δημιουργόςone who works for the people: masc dat pl
См. также в других словарях:
Δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — one who works for the people masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… … Dictionary of Greek
δημιουργός — ο 1. ο Θεός: Ο Δημιουργός έπλασε τα πάντα με σοφία. 2. αυτός που παράγει ή επινοεί κάποιο έργο, ο τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, ο παραγωγός, ο αίτιος: Είναι ο δημιουργός του χάους που επικρατεί μέσα στην αίθουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Димиург — (Δημιουργός) зиждитель, специально у гностиков справедливый творец видимого космоса и бог евреев, занимающий среднее место между всеблагим Первоотцом совершенного духовного бытия (Богом истинных христиан, или гностиков) и злым, темным началом… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δημιοεργοί — δημιουργός one who works for the people masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργέ — δημιουργός one who works for the people masc voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργῶν — δημιουργός one who works for the people masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργόν — δημιουργός one who works for the people masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιοεργός — δημιουργός one who works for the people masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)