-
1 Δημιουργού
-
2 Δημιουργοῦ
-
3 δημιουργού
δημιουργέωpractise a handicraft: pres imperat mp 2nd sg (attic)δημιουργέωpractise a handicraft: imperf ind mp 2nd sg (attic)δημιουργόςone who works for the people: masc gen sg -
4 δημιουργοῦ
δημιουργέωpractise a handicraft: pres imperat mp 2nd sg (attic)δημιουργέωpractise a handicraft: imperf ind mp 2nd sg (attic)δημιουργόςone who works for the people: masc gen sg -
5 διάκοσμος
διάκοσμ-ος, ὁ,A = διακόσμησις, Parm.8.60;ὁ τοῦ βίου δ. Arist.Mu. 399b16
; δ. οὐρανοῦ καὶ γῆς ib. 400b32;ὁ λογικὸς δ. εἰκὼν ὅλου τοῦ δημιουργοῦ Hierocl. in CA1p.419M.
, cf. Orph.H.34.18; θεῶν, νοεροί δ., Procl.Inst. 145, Dam.Pr.81; μέγας, μικρὸς Διάκοσμος, titles of works by Leucippus and Democritus, D.L. 9.13;ὁ Ἀναξαγόρειος δ. Satyr.Vit.Eur.Fr.37iii18
.2 battle-order, Th.4.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκοσμος
-
6 ἀποδιαιρέω
A distribute, v.l. in LXXJo.1.6; divide off, distinguish from,δημιουργοῦ τὸν Ἄττιν Jul.Or.5.165b
;ἐγχέλυας ἰχθύων Eust. 1221.36
:—[voice] Pass., PStrassb.92.6 (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδιαιρέω
-
7 ἐναπομαραίνομαι
A wither on,τοὺς καρποὺς -ανθῆναι τοῖς φυτοῖς Lyd.Ost.23
: metaph.,οὐ γὰρ Χρόνψ ἡ τοῦ δημιουργοῦ δύναμις -μαραίνεται Aen.Gaz.Thphr.p.44
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναπομαραίνομαι
-
8 ἐνσκευάζω
2 dress in,ἱματίῳ τινά Plu.Lyc.15
, cf. Luc.Nec.8; ὁτιή σε.. Ἡρακλέα νεσκεύασα dressed you up as Hercules, prob.l.in Ar.Ra. 523:—[voice] Med., dress oneself up, Id.Ach. 384, Pl.Cri. 53d;δουλικῶς Phryn.Com.2
D.; arm oneself, X.Cyr.8.5.11; ἱππεῖς -σάμενοι τοὺς ἵππους having put trappings on their horses, Jul.Or.2.76d:—but [voice] Med. just like [voice] Act., Luc.Asin.37:—[voice] Pass., to be equipped,ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτως Hdt.9.22
;ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐ. Plu.Oth.6
; εἰς εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ, τοῦ ἡλίου, Porph.ap Eus.PE3.12: metaph.,σωφροσύνην ἐνεσκευασμένος Ph.1.682
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσκευάζω
-
9 ἑδραστικός
A establishing, making stable,δυνάμεις Procl. in Ti.3.138
D., cf. Dam.Pr. 138;τοῦ δημιουργοῦ ἀγαθότης Simp.in Ph. 1355.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδραστικός
-
10 κέλευσμα
κέλευσμα, ατος, τό (s. κελεύω; a summons to carry out a procedure, e.g. battle engagement, rowing, hunting: Aeschyl., Hdt. et al.; Sb 4279, 3 [I A.D.]; Pr 30:27; TestSol 6:6 P; GrBar ins [κελεύματι]; Philo, Abr. 116; Jos., Ant. 17, 140; 199; on the spelling s. B-D-F §70, 3) signal, (cry of) command (Hdt. 4, 141 of a signal for engagement in battle) ὁ κύριος ἐν κ. καταβήσεται the Lord will come down with a cry of command = when the command is given 1 Th 4:16 (cp. on the κέλευσμα of God, Galen XIX 179 K. τοῦ δημιουργοῦ; Philo, Praem. 117 and Descensus Mariae in Rtzst., Poim. 5, 3).—DELG s.v. κελεύω. TW. -
11 ἔννοια
ἔννοια, ας, ἡ the content of mental processing, thought, knowledge, insight, (so esp. in the philosophers: Pla., Phd. 73c; Aristot., EN 9, 11, 1171a, 31f; 10, 10, 1179b, 13f; Epict. 2, 11, 2 and 3 al.; Plut., Mor. 900a; Diog. L. 3, 79; T. Kellis 22, 4; Herm. Wr. 1, 1; Philo; but also outside philosophic contexts: X., An. 3, 1, 13; Diod S 20, 34, 6; PRein 7, 15 [II B.C.]; UPZ 19, 111; 110, 32 [all II B.C.]; Pr 1:4; 2:11 al.; Jos., Bell. 2, 517 and Ant. 14, 481; Test12Patr; TestSol 20:5 εἰς ἔννοιαν ἐλθεῖν; Just. Tat.; Ath.; ἔ. ἔχειν τοῦ θεοῦ Orig., C. Cels. 4, 96, 3; περὶ τοῦ δημιουργοῦ ἐ. 4, 26, 46; ἔ. τῶν νόμων Did., Gen. 113, 1) κ. ὑμεῖς τ. αὐτὴν ἔννοιαν ὁπλίσασθε arm yourselves also w. the same way of thinking 1 Pt 4:1; ἐννοεῖν ἔ. Dg 8:9. ἐδόκει γ[ὰρ ἑτε]ερογνωμονεῖν τῇ ἐκ[ε]ίν[ου ἐν]νοίᾳ (what was said) appeared to differ in sense from what he (the Redeemer) had in mind GMary 463, 9–11.—αὕτη ἡ ἀπό[ρ]ροια τῆ[ς ἐ]ννοίας, this emanation of the (divine) mind Ox 1081, 30f=SJCh 90, 7f; cp. Just., A I, 64, 5 πρώτην ἔννοιαν ἔφασαν τὴν Ἀθηνᾶν ‘they called Athena the first thought [of Zeus]’, sim. Helen as wife of Simon Magus 26, 3. Pl. (Jos., Ant. 6, 37; Just., D. 93, 1; Tat., Ath.) w. διαλογισμοί 1 Cl 21:3. W. ἐνθυμήσεις (Job 21:27 Sym.) Hb 4:12; 1 Cl 21:9. W. λογισμοί Pol 4:3.—B. 1212. DELG s.v. νόος. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
Δημιουργοῦ — Δημιουργός one who works for the people masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργοῦ — δημιουργέω practise a handicraft pres imperat mp 2nd sg (attic) δημιουργέω practise a handicraft imperf ind mp 2nd sg (attic) δημιουργός one who works for the people masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… … Dictionary of Greek
ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
διανοίας, προϊόντα — Περιουσιακό δικαίωμα του πνευματικού δημιουργού που προστατεύεται από τον νόμο. Η προστασία αυτή έχει δύο σκέλη. Το καθαρά περιουσιακό, που περιλαμβάνει το δικαίωμα εξασφάλισης των δικαιωμάτων από την οικονομική εκμετάλλευση του έργου, και το… … Dictionary of Greek