-
1 Δημιουργώι
-
2 Δημιουργῶι
-
3 δημιουργώι
-
4 δημιουργῶι
См. также в других словарях:
Δημιουργῶι — Δημιουργῷ , Δημιουργός one who works for the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργῶι — δημιουργῷ , δημιουργός one who works for the people masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)