-
121 αὔλιος
αὔλιος, zu den Ställen, Viehhöfen gehörend; ἀστὴρ αὔλιος, der Abendstern, bei dessen Aufgang die Heerden in die Hürden getrieben wurden, Ap. Rh. 4, 1630. Bei Eur. Ion. 500 lies't Herm. αὐλίοις συρίζων für αὐλείοις, u. leitet es von αὐλός ab, wie αὔλιος ϑύρα = αὐλεία, Men. Stob. flor. 74, 11.
-
122 ἀπο-λιγαίνω
ἀπο-λιγαίνω, laut schreien, Ar. Ach. 932; αὐλὸς ἀπελίγανε Plut. Symp. 7, 8, 4.
-
123 ἀγέ-στρατος
ἀγέ-στρατος, Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῠς αὐλός 28, 28.
-
124 ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος ( Her. ἀνδρήϊος, Theocr. 28, 10 ἀνδρέϊος), männlich, den Mann betreffend, dem γυναικεῖος entgeggstzt, αὐλός Her. 1, 17; Plat. δρᾶμα Rep. IV, 451 c; μαϑήματα Alc. 1, 187 a; ὑποδήματα Xen. Cyr. 8, 2, 5; ἱμάτιον Mem. 2, 7, 5; τὸ ἀνδρεῖον, das männliche Glied, Luc. D. meretr. 5 Mort. 28, 2. Dah. bes. männlich, muthig, ῥώμη Her. 7, 153. Bei Plat., der Gorg. 491 b erkl. ἀνδρ. ἱκανοὶ ὄντες, ἃ ἂν νοήσωσιν ἐπιτελεῖν, Ggstz von δειλός, Phaedr. 239 a; oft mit σώφρων vbdn, Prot. 349 ff.; von ϑαῤῥαλέος, dreist, unterschieden, wie von ϑρασύς, Arist. Eth. Nic. 3, 7; τὸ ἀνδρεῖον, Mannskraft, Thuc. 2, 39; τὰ ἀνδρεῖα, die gemeinschaftlichen Mahlzeiten der Männer bei den Kretern, wie die φειδίτια bei den Spartanern, Ath. V, 2, 186 b – Comp. ἀνδρειότερος, superl. - ότατος, Plat. – Adv., ἀνδρείως, männlich, Ar. P. 490; muthig, Plat.
-
125 ἀλέκτωρ
-
126 ὁμο-νοέω
ὁμο-νοέω (von ὁμόνοος), gleiche Gedanken haben, gleichgesinnt sein, übereinstimmen mit Einem, τινί, Thuc. 8, 75; αὐτὸς ἑαυτῷ περί τινος, Plat. Alc. I, 126 c, u. öfter absolut; auch dem στασιάζειν entgegengesetzt, Rep. I, 352 a, wie Lys. 2, 63; Xen. Mem. 4, 4, 16; Isocr. 4, 78; Din. 1, 99 u. Folgde, wie Arist. Eth. 9, 6, Pol. 29, 11, 9. – Auch übertr., αὐλὸς ὁμονοεῖ χοροῖς, Diogen. tragic. bei Ath. XIV, 636 b; εὐτυχία ὁμονοοῦσα κινδύνοις, Lys. 2, 43.
-
127 ἄν-υλος
-
128 ἐπ-άν-ειμι
ἐπ-άν-ειμι (s. εἶμι), zurückgehen, -kehren; Thuc. 6, 102; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Plat. Tim. 19 a u. sonst; ἐπί τι, Rep. V, 462 e, wie ἐπὶ τὸν πρότερον λόγον Her. 7, 138; ἐπαν. δὴ πάλιν ἐπὶ τὰς ἀποδείξεις Dem. 18, 42 u. ähnl.; ἐγὼ δ' ἔνϑεν εἰς ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι Xen. Hell. 7, 4, 1; – vom Schalle, αὐλὸς ἐπάνεισι Soph. Tr. 639 ch.; ἡμέρας δὲ ὄρϑρου τε ἐπανιόντων Plat. Legg. VII, 808 d. – Uebh. von Neuem Etwas durchgehen, untersuchen, περὶ φύσεως Plat. Legg. IX, 857 d; τοὺς λόγους, wiederholen, III, 693 c; τὰ ὑποτεϑέντα Tim. 61 d. – Hinausgehen, κάτωϑεν ibd. 22 e; Ὀλυμπίαζε οἴκοϑεν εἰς τὸ ἱερόν Hipp. min. 363 c; von der Verwandtschaft, τὸ γένος δι' ἀδελφῶν καὶ ἀδελφι-δῶν ἐπανιόν Legg. XI, 925 a.
См. также в других словарях:
αὐλός — pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλος — immaterial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — η, ο αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός (αντίθ. υλικός): Ο Θεός είναι άυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλον — ἄυλος immaterial masc/fem acc sg ἄυλος immaterial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)