-
1 υποδήματα
-
2 ὑποδήματα
-
3 ὑποδήματα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑποδήματα
-
4 υποδήματα
footwearΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υποδήματα
-
5 обувь
обувь ж τα υποδήματα, τα παπούτσια· детская \обувь παιδικά παπούτσια· женская (мужская) \обувь γυναικεία ( ανδρικά), παπούτσια* резиновая \обувь λαστιχένια παπούτσια* спортивная \обувь υποδήματα σπορ* * *жτα υποδήματα, τα παπούτσιαде́тская о́бувь — παιδικά παπούτσια
же́нская (мужска́я) о́бувь — γυναικεία (ανδρικά), παπούτσια
рези́новая о́бувь — λαστιχένια παπούτσια
спорти́вная о́бувь — υποδήματα σπορ
-
6 ὑπόδημα
A sole bound under the foot with straps, sandal,ποσὶν.. ὑποδήματα δοῦσα Od.15.369
;ποσὶν.. ὑποδήματα δοίην 18.361
, cf. Hdt.1.195, etc.;ποδὸς ὑ. Pl.Alc.1.128a
, etc.; whereas ὑπόδημα κοῖλον is a shoe or half-boot, which covered the whole foot (v.κοῖλος 1.1
); ὑπόδημα is sts. used alone in this sense, cf. Ar.Pl. 983 (and Sch. ad loc.), Arist.Rh. 1392a32; εἰς ὑποδήματα γράφειν put down as paid for shoes, Lys.32.20 ([voice] Pass.); δεξιὸν εἰς ὑ., ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα, of one who is ready for anything, perh. alluding to Theramenes (v.κόθορνος 3
), Ar.Fr. 914 (perh. Ar.Byz., cf. Did. and Polem.Hist. (Fr. 101 M.) ap. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533 B.); similar words are ascribed to Pythag. by Iamb.Protr.21.ιά (where ὑπόδησις is used);τὸ ὑ. ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Hdt.6.1
, cf. Lib.Ep.52;ὁ σπάρτος, ἐξ οὗ πλέκουσιν ὑποδήματα τοῖς ὑποζυγίοις Gal. 6.502
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόδημα
-
7 ὑπό-δημα
ὑπό-δημα, τό, das Daruntergebundene, die Sohle; Sandale, die den Fuß von unten bedeckt und festgebunden wird; ποσὶν δ' ὑποδήματα δοῦσα Od. 15, 368, wie ποσίν ϑ' ὑποδήματα δοίην 18, 361; Her. 6, 1; ἱματίων καὶ ὑποδημάτων Plat. Phaed. 64 d, u. öfter; Xen. Cyr. 8, 1, 41. – Aber ὑπόδημα κοιλόν ist der römische calceus, eine Art Halbstiefel oder Schuh, der den ganzen Fuß oben und unten bedeckt und angezogen wird; vgl. Poll. 5, 8. 7, 84. Spätere brauchen aber auch ὑπόδημα allein so.
-
8 υπόδημα
το (чаще πλ.)1) обувь;ανδρικά (γυναικεία, παιδικά) υπόδήματα — мужская (женская, детская) обувь;
λαστιχένια υπόδήματα — резиновая обувь;
2) сапоги -
9 износить
-ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изношенный, βρ: -йен, -а, -оρ.σ.μ.φθείρω, τρίβω, χαλνώ (για ενδύματα, υποδήματα).1. φθείρομαι, τρίβομαι, χαλνώ, παλιώνω (για ενδύματα, υποδήματα, μηχανήματα).2. εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις. -
10 переобуть
-бую, -буешьρ.σ.μ.βάζω άλλα υποδήματα•παιδιά. || ζαναποδένω.αλλάζω τα υποδήματα ξαναποδένομαΐ/. -
11 проносить
ρ.δ.βλ. пронести.βλ. пронестись.ρ.σ.μ.1. βλ. носить.2. φθείρω, τρίβω (από τη συχνή χρήση)•проносить пиджак до дыр φορώ το σακκάκι ώσπου να τρυπήσει.
1. περιφέρομαι εδώ και κει.2. φθείρομαι τρίβομαι (για ενδύματα, υποδήματα).3. αντέχω, βα.στώ, κρατώ (για ενδύματα, υποδήματα). -
12 разуть
-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разутый, βρ: разут, -а, -оρ.σ.μ. βγάζω τα υποδήματα, τα παπούτσια.βγάζω τα υποδήματα μου. -
13 стоптать
ρ.σ.μ.1. (για υποδήματα)• πατώ, στραβοπατώ, στραβώνω.2. πατώ, τσαλαπατώ•ячмень τσαλαπατώ το κριθάρι.
|| πιέζω, ζουπώ, -ίζω.στραβοπατιέμαι (για υποδήματα). -
14 топтать
топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -оρ,δ.μ.1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.
|| λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.
|| (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.2. πατώ•раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.
|| μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.3. πιέζω, θλίβω•топтать виноград πατώ τα σταφύλια.
|| ανακατεύω•топтать глину πατώ τον πηλό.
4. βλ. спариться:εκφρ.топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.3. πιέζομαι, θλίβομαι.4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.εκφρ.топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι). -
15 ὑποδέω
ὑποδέω (Aristot. et al.; 2 Ch 28:15) predom. mid. in our lit. (aor. act. ὑπέδησα only LXX) and elsewh.: ὑποδέομαι (so Hdt., Aristoph. et al.) 1 aor. ὑπεδησάμην; pf. ptc. ὑποδεδεμένος tie/bind beneath, put on, of footwear (so the mid. since Alcaeus 21 Diehl2 [318 L-P.]); w. acc. either of what is put on the foot (Hdt. et al.; ὑποδήματα X., Mem. 1, 6, 6; Pla., Gorg. 490e; PGM 4, 934; 2123 σάνδαλα; 7, 729 ὑποδήματα) ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου Ac 12:8; cp. Mk 6:9, or of a part of the body that is covered (foot Thu. 3, 22, 2 τὸν ἀριστερὸν πόδα ὑποδεδεμένος; Lucian, Hist. Conscrib. 22; Aelian, VH 1, 18) τοὺς πόδας put shoes on the feet Eph 6:15.—DELG s.v. 1 δέω. M-M. TW. -
16 περι-πήγνῡμι
περι-πήγνῡμι und περι-πηγνύω (s. πήγνῡμι), rings herum, darüber, daran befestigen; Pind. in tmesi, περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν, Ol. 11, 47, einhägend; einfugen; darum, darüber gerinnen, gefrieren, hart werden lassen, u. pass. ringsum fest werden, gerinnen, frieren, τὰ ὑποδήματα περιεπήγνυντο Xen. An. 4, 5, 14, u. Sp.; vgl. Ar. bei Poll. 10, 113.
-
17 περί-βᾱρα
περί-βᾱρα, τά, = περιβαρίδες, Hesych. erkl. ὑποδήματα.
-
18 παλίμ-πηξις
παλίμ-πηξις, ἡ, das Wiederzusammenfügen, Wiederbefohlen, ὑποδήματα παλιμπήξει κεκαττυμένα, Theophr. char. 22.
-
19 πίσυγγος
-
20 σπογγίζω
σπογγίζω, mit dem Schwamme abwischen; Ar. Th. 247; τὰ βάϑρα, Dem. 18, 258; ὡς εἶδεν ἐσπογγισμένα τὰ ὑποδήματα, Ath. VIII, 351 a.
См. также в других словарях:
ὑποδήματα — ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδήματ' — ὑποδήματα , ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc pl ὑποδήματι , ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut dat sg ὑποδήματε , ὑπόδημα sole bound under the foot with straps neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπούτσι και υπόδημα — Αντικείμενο που σκεπάζει και προστατεύει το πόδι. Οι Αιγύπτιοι, όπως και οι Φοίνικες και οι Εβραίοι, χρησιμοποιούσαν σανδάλια και παντόφλες από φύλλα φοίνικα και πάπυρου και σπάνια από δέρμα· οι Ασσύριοι προτιμούσαν τα πολύ ελαφρά σανδάλια που τα … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek
ποδένω — Ν 1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του 2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, τού αγοράζω υποδήματα 3. μέσ. ποδένομαι φορώ τα παπούτσια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὑποδέω «φοράω, προμηθεύω υποδήματα», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
ξυπολύνω — και ξυπολάω (Μ ξυπολάω) μέσ. ξυπολιέμαι αφαιρώ τα υποδήματα μου και μένω ξυπόλητος νεοελλ. αναγκάζω κάποιον να μείνει ξυπόλυτος, αφαιρώ από κάποιον τα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπο λύω «βγάζω τα υποδήματά μου», με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Οι … Dictionary of Greek
обоувь — ОБОУВ|Ь (16), И с. 1.Обувь: ˫ако же не трѣбовати иноѧ ризы на сгрѣ˫ание ѡблекшемѹсѧ въ нѧ. ѡбѹвъ [так!] же. хѹда ѹбо видѣниѥмь. на долзѣ же потрѣбѹ съвершающии (ὑπόδημα) КР 1284, 196г; икономѹ гл҃ю. келареви. старѣишинѣ. ѡбуви шевцю. портнику. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ODO — I. ODO 2. Abbas Cluniacensis Gallus, discipulus S. Remigii Antissiodorensis: Proncipum Pontificumque arbiter. Obiit A. C. 944. scripsit plurima. Vide Morer. Diction. Hist. Item, dictus Cantianus, Benedictinus, saeculô 12. Thomae Cantuariensi… … Hofmann J. Lexicon universale
SICYON — I. SICYON inter vetustos Sicyoniorum Reges XIX. vulgo ponitur, urbique nomen dedisse traditur, sed praeter Historiae fidem, uti mox videbimus. II. SICYON locus Africae, ubi Crathis fluv. in Oceanum exit, et electrum nascitur. Plin. l. 19. c. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
TZANCAE — sive ZANCAE, genus calceamentorum, quibus Imperatores Graeci usi sunt; Campagi Latinis, cultu, pretiô, coloreque ab aliorum distincti. Habebant ad latus, secundum suras et in tatsis, aquilas ex lapillis et margaritis, iisque usi sunt Imperatores… … Hofmann J. Lexicon universale
UDO — I. UDO Herulorum Rex, fil. Mistaevonis, summus Christianorum osor, Herulos rexit, tandem ab aliquo Saxone transfuga caesus. Pater Godescalci, qui ante regnum conversus, paternam necem in Saxonibus ultus est: ceterum cum apud suos fidem propagare… … Hofmann J. Lexicon universale