-
1 Αλέκτωρ
-
2 Ἀλέκτωρ
-
3 αλέκτωρ
-
4 ἀλέκτωρ
-
5 ἀλέκτωρ
1 cock, esp. fighting cock, emblem of Himeraτεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14
-
6 ἀλέκτωρ
A cock,ἕως ἐβόησεν ἀ. Batr.192
, cf. Pi.O.12.14, Simon.80 B, A.Ag. 1671, Eu. 861, Herod.4.12, etc.; later Prose, Arist.Fr. 347, PTeb. 140 (i B. C.) LXX Pr.24.66 (30.31), Ev.Matt.26.34,al., IG3.77: metaph., of a trumpeter,κοινὸς Ἀθηναίων ἀ. Demad.Fr.4
; of a flute, Ion Trag.39.2 ἀλέκτορος λόφος yellow rattle, Rhinanthusmajor, Plin.HN27.40.II husband, consort, Tz.ad Lyc.1094, and so perh. in B.4.8, S.Fr. 851. (Perh., like ἀκοίτης, ἄλοχος, from ἀ- copul., λέκτρον).------------------------------------A = ἄλεκτρος, Ath.3.08b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέκτωρ
-
7 ἀλέκτωρ
-
8 αλεκτωρ
-
9 αλέκτωρ
αλέκτωρ οпетух, алектор (слав.);ΦΡ.πριν αλέκτορα φωνήσαι (Ματθ.26, 34) — прежде нежели пропоет петух (Мф.26, 34) -
10 Ἀλέκτωρ
Ἀλέκτωρ: father-in-law of Megapenthes, Od. 4.10†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλέκτωρ
-
11 ἀλέκτωρ
-------------------------------- -
12 ἀλέκτωρ
ἀλέκτωρ, ορος, ὁ cock, rooster as prec. entry (for class. times s. WRutherford, New Phryn., 1881, 307; Lycophron 1094; Batr. 192; pap, e.g. PTebt 140 [72 B.C.]; PFay 119, 29 [c. 100 A.D.]; BGU 269, 4; 1067, 11; PGM 2, 73; 4, 2190; Pr 30:31) φωνεῖ (GrBar) Mt 26:34, 74f; Mk 14:30, 68, 72; Lk 22:34, 60f; J 13:38; 18:27.—M-M. -
13 ἀλέκτωρ
{сущ., 12}Ссылки: Мф. 26:34, 74, 75; Мк. 14:30, 68, 72; Лк. 22:34, 60, 61; Ин. 13:38; 18:27.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀλέκτωρ
-
14 αλέκτωρ
{сущ., 12}Ссылки: Мф. 26:34, 74, 75; Мк. 14:30, 68, 72; Лк. 22:34, 60, 61; Ин. 13:38; 18:27.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αλέκτωρ
-
15 ἀλέκτωρ
петух.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀλέκτωρ
-
16 ἀλέκτωρ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀλέκτωρ
-
17 ἀλέκτωρ
-ορος + ὁ N 3 0-0-0-1-0=1 Prv 30,31 -
18 Αλέκτορ'
Ἀλέκτορα, Ἀλέκτωρmasc acc sgἈλέκτορι, Ἀλέκτωρmasc dat sgἈλέκτορε, Ἀλέκτωρmasc nom /voc /acc dual -
19 Ἀλέκτορ'
Ἀλέκτορα, Ἀλέκτωρmasc acc sgἈλέκτορι, Ἀλέκτωρmasc dat sgἈλέκτορε, Ἀλέκτωρmasc nom /voc /acc dual -
20 αλέκτορ'
ἀλέκτορα, ἀλέκτωρcock: masc acc sgἀλέκτορι, ἀλέκτωρcock: masc dat sgἀλέκτορε, ἀλέκτωρcock: masc nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
Αλέκτωρ — Ἀλέκτωρ ( ορος), ο (Α) [ἀλέκτωρ] όνομα ήδη μυκηναϊκό, που απαντά σε πινακίδα στην Κνωσό (Μυκην. δοτ. εν. a re ko to re) … Dictionary of Greek
Ἀλέκτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτωρ — cock masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
αλέκτωρ γαλατικός — Εθνικό έμβλημα των Γάλλων, το οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν οι Γαλάτες. Αργότερα εμφανίστηκε σε διάφορα οικόσημα. Ως εθνικό έμβλημα χρησιμοποιήθηκε κατά τη Γαλλική επανάσταση, ενώ στην επανάσταση του 1830 αντικατέστησε το άνθος του κρίνου,… … Dictionary of Greek
Καὶ ὁ ἀλέκτωρ ἐν τῇ οἰκείᾳ κοπρίᾳ ἰσχυρός ἐστι. — См. Всяк петух на своем пепелище хозяин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλεκτόρων — Ἀλέκτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεκτόρων — ἀλέκτωρ cock masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλέκτορ — Ἀλέκτωρ masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλέκτορ — ἀλέκτωρ cock masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλέκτορα — Ἀλέκτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)