-
61 fujarka
αυλός -
62 ἔναυλος
-
63 δύσαυλος
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσαυλος
-
64 δυσαυλος
I2[αὐλή] непригодный для ночлега, негостеприимный(πάγοι Soph.)
II2[αὐλός] неудачливый в игре на свирелиδ. ἔρις Anth. — несчастливое (для Марсия) состязание в игре на свирели
-
65 εναυλος
Iὅ [αὐλός]1) овраг Hom.2) ручей, поток Hom.IIὅ [αὐλή] пещера, жилище HH., Hes., Eur.21) живущий в пещере, пещерный(λέοντες Eur.)
2) находящийся в пещереἔ. ἢ θυραῖος ; Soph. — у себя он в пещере или ушел?
IV2( все еще) звучащий в ушах, т.е. сохранившийся в памяти, незабытый, памятный(λόγος Plat.; αἴσθησις Arst.; φωνή Luc.)
ἔναυλον ἦν ἔτι πᾶσιν Aeschin. — у всех было еще свежо в памяти -
66 ομαυλος
-
67 συναυλος
I2[αὐλός]1) звучащий в тон, созвучный(τινι Eur.)
ἀνέμῳ σ. Anacr. — с быстротою ветра2) стройный, гармоничный(βοά Arph.)
II2[αὐλή]1) вместе живущий, обитающий(πρὸς χώροις τισί Soph.)
2) сроднившийся, неразлучныйμανίᾳ ξ. Soph. — пораженный безумием
-
68 άυλον
-
69 ἄυλον
-
70 αυλώ
αὐλέωplay on the flute: pres subj act 1st sg (attic epic doric)αὐλέωplay on the flute: pres ind act 1st sg (attic epic doric)αὐλόςpipe: masc gen sg (doric aeolic)——————αὐλόςpipe: masc dat sg -
71 αύλως
-
72 ἀύλως
-
73 дудка
-и θ.φλογέρα, αυλός•пастушная дудка φλογέρα, ποιμενικός αυλός•
плясать под чью -у ή под чьей -ой είμαι ετεροκίνητο (πιόνι, ρομττότι, φερέφωνο)
-
74 μόναυλος
II as Adj. [voice] Pass., played on a single flute,μόναυλον μέλος Sopat.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μόναυλος
-
75 παρθένιος
A of a maiden, maidenly,λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην Od.11.245
; ;ἔρως Anacr.13
A ;κεφαλαί Pi.
l.c. ; (lyr.); (lyr.);π. θύραι
of the temple of the Virgin Goddess,AP
6.202 (Leon.);παρθένιον βλέπειν Anacr.4
; π. αὐλός, v. αὐλός 1.1.2 παρθένιος, ὁ, the son of an unmarried girl, Il.16.180 ;παρθενία ὠδίς Pi. O.6.31
; but π. ἀνήρ the husband of maidenhood, first husband, Plu. Pomp.74.II metaph., pure, undefiled, Π. φρέαρ, name of a well, h.Cer.99 ; π. μύρτα, of white myrtle-berries, Ar.Av. 1099 (lyr.).III π. γαῖα, = Samia terra, Nic.Al. 149.IV Π., ὁ (sc. μήν), a month in Elis, Sch. Pi.O.3.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρθένιος
-
76 ἀνδρεῖος
ἀνδρεῖος, α, ον, [dialect] Ion. [suff] ἀνδρ-ήιος, η, ον (codd. of Hdt. have the common form in the [comp] Comp. and [comp] Sup. ἀνδρειότερος, -ότατος, 1.79, 123), Delph. [full] ἀνδρέος GDI1724, al.:—A of or for a man, στέγη dub. in A.Fr. 124;θαἰμάτια Ar.Ec.75
; opp. γυναικεῖος, Id.Th. 154, Archipp.6D., Pl.R. 451c, X.Mem.2.7.5;πέπλοι Theoc.28.10
(where ἀνδρέϊοι) ; αὐλός (v. αὐλός) Hdt.1.17; ἀ. ἀγορά the men's market, CIG 3657 ([place name] Cyzicus); ἀνδρεῖος (sc. σύλλογος) Test.Epict.1.22, 2.29; vestem virilem,D.L.
3.46; ἀ. ἱμάτιον, = toga virilis, Plu.Brut.14.II manly, masculine, courageous,ῥώμη Hdt.7.153
, etc.; even of women, Arist.Pol. 1277b22, Po. 1454a23; and in bad sense, stubborn,ἀναίσχυντος καὶ ἀ. τὰ τοιαῦτα Luc.Ind.3
: neut., τὸ ἀνδρεῖον, = ἀνδρεία, Th. 2.39; ;ἔβησαν εἰς τἀνδρεῖον Id.Andr. 683
. Adv. , al.: [comp] Sup. .III [full] ἀνδρεῖα, τά, the public meals of the Cretans, also the older name for the Spartan φειδίτια or φιλίτια (q.v.), Alcm.22, Arist. Pol. 1272a3, Plu.Lyc.12, Str.10.4.18 (v.l. ἄνδρια:—also [full] ἀνδρήιον, τό, Cretan for the public hall, GDI4992 a ii 9, cf. 5040.38, al.IV ἀνδρεῖον, τό, = σίνηπι ἄγριον, Ps.-Dsc.2.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρεῖος
-
77 ἔναυλος
I ([etym.] αὐλός) bed of a stream,τάχα κεν.. ἐναύλους πλήσειαν νεκύων Il.16.71
; torrent, mountain-stream,ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀπο ¯ έρσῃ 21.283
, cf. 312.II ([etym.] αὐλή) dwelling, shelter: pl., haunts of the country-gods, , cf. h.Ven.74, 124, E.Ba. 122 (lyr.), HF 371 (lyr.); also ἁλὸς ἐναύλους, of the sea, Opp.H.1.305; Ποσειδάωνος ἐ. ib.3.5.-- [dialect] Ep. word, used by E. in lyr.III Adv. - ως by means of pipes,διάγειν AB464
. [full] ἔναυλος (B), ον, Adj.:I ([etym.] αὐλός) on or to the flute, accompanied by it,κιθάρισις Philoch.66
;θροῦς Philostr.Im.1.2
.2 mostly metaph., λόγος, φθόγγος ἔ., words, voice ringing in one's ears, still heard or remembered, Pl.Mx. 235c, Luc.Somn.5; ἔ. φόβος fresh fear, Pl.Lg. 678c; ἔναυλον ἦν πᾶσιν ὅτι .. all had it fresh in memory that.., Aeschin.3.191;ἔναυλα καὶ πρὸ ὀμμάτων D.H.9.7
;ἔ. δύναμις Arist. Pr. 928b7
; ἔ. ἔχειν ὅτι to have it fresh in one's mind, that.., Plu.2.17d;τὰ ὦτα ἔναυλος ὢν διαμέμνηται τοῦ μέλους Max.Tyr.7.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔναυλος
-
78 ὅμαυλος
2 neighbouring,τὴν ὅ. χθόνα S.Fr.24.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅμαυλος
-
79 δολίχαυλος
δολίχ - αυλος ( αὐλός): with long socket; αἰγανέη, Od. 9.156†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολίχαυλος
-
80 ἔναυλος
ἔν-αυλος ( αὐλός): channel, river-bed (of the streams in the Trojan plain, dry in summer), water-course, Il. 16.71, Il. 21.283, 312.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔναυλος
См. также в других словарях:
αὐλός — pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλος — immaterial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — η, ο αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός (αντίθ. υλικός): Ο Θεός είναι άυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλον — ἄυλος immaterial masc/fem acc sg ἄυλος immaterial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)