-
1 αυλος
I.ὅ1) свирель, флейта Hom., HH.ὑπ΄ αὐλοῦ Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν и πρὸς (τὸν) αὐλόν Xen., Plut. — под звуки свирели;
δίδυμοι αὐλοί Theocr. — двуствольная цевница2) трубка, втулка, полый стержень Hom., Xen.3) анат. трубка, сосуд, каналец Arst.4) струя(αἵματος Hom.)
II.2невещественный, нематериальный(δύναμις Arst.; ἀσώματος καὴ ἄ. Plut.)
-
2 αὐλός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αὐλός
-
3 αυλός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αυλός
-
4 άϋλος
η, ο [ος, ον ]1) невещественный, бесплотный, нематериальный; 2) лёгкий, воздушный -
5 αυλός
ο1) флейта; 2) труба; трубка; 3) анат. канал шейки матки -
6 αὐλός
свирель, флейта, дудочка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐλός
-
7 αὐλὸς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αὐλὸς
-
8 δυσαυλος
I2[αὐλή] непригодный для ночлега, негостеприимный(πάγοι Soph.)
II2[αὐλός] неудачливый в игре на свирелиδ. ἔρις Anth. — несчастливое (для Марсия) состязание в игре на свирели
-
9 εναυλος
Iὅ [αὐλός]1) овраг Hom.2) ручей, поток Hom.IIὅ [αὐλή] пещера, жилище HH., Hes., Eur.21) живущий в пещере, пещерный(λέοντες Eur.)
2) находящийся в пещереἔ. ἢ θυραῖος ; Soph. — у себя он в пещере или ушел?
IV2( все еще) звучащий в ушах, т.е. сохранившийся в памяти, незабытый, памятный(λόγος Plat.; αἴσθησις Arst.; φωνή Luc.)
ἔναυλον ἦν ἔτι πᾶσιν Aeschin. — у всех было еще свежо в памяти -
10 ομαυλος
-
11 συναυλος
I2[αὐλός]1) звучащий в тон, созвучный(τινι Eur.)
ἀνέμῳ σ. Anacr. — с быстротою ветра2) стройный, гармоничный(βοά Arph.)
II2[αὐλή]1) вместе живущий, обитающий(πρὸς χώροις τισί Soph.)
2) сроднившийся, неразлучныйμανίᾳ ξ. Soph. — пораженный безумием
-
12 αγραυλος
21) живущий в поле, ночующий под открытым небом(βοῦς, ποιμένες Hom.; μηλοβοτῆρες HH.; θήρ Soph.; Πάν Anth.)
2) деревенский, сельскийἄγραυλοι πύλαι Eur. — деревенский дом;
ἄ. ἀνήρ Anth. — поселянин -
13 αναυλος
21) не сопровождаемый игрой на флейтах, т.е. безрадостный(κῶμος Eur.; ἔρωτες Plut.)
2) не умеющий играть на флейте, не понимающий музыки(αὐλῆσαι τοῖς ἀναύλοις Luc.)
3) немузыкальный, неблагозвучный(μέλη βοῶν Soph.)
-
14 ανδρειος
ион. ἀνδρήϊος, эол. ἀνδρέϊος 31) мужской(αὐλός Her.; θαἰμάτια Arph.; ἱμάτιον Xen., Theocr., Plut.)
2) мужского пола(τὰ θηρία Arst.)
3) мужественный, отважный(ῥώμη Her.; ἔργον Arph., Arst.; γυνή Arst.)
4) дерзкий(ἀναίσχυντος καὴ ἀ. Luc.)
-
15 αυλιος
-
16 βοαυλος
-
17 διαυλος
ὅ2) возвращение Aesch.ἔβην δ. Eur. — я вернулся;
δίαυλοι κυμάτων Eur. — прилив и отлив волн3) теснина, пролив(στενὸς δ. πέτρας Eur.)
-
18 δολιχαυλος
-
19 δυσμουσος
-
20 επαυλος
- ου ὅ (только pl.; Soph. τὰ ἔπαυλα)1) скотный двор, стойло Hom., Soph., Anth.2) местопребывание, жилище(Θρῃκίων Aesch.)
τὰ τᾶς χώρας κράτιστ΄ ἔπαυλα Soph. — лучший уголок страны
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐλός — pipe masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὖλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλος — immaterial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
άυλος — η, ο αυτός που δεν αποτελείται από ύλη, ασώματος, πνευματικός (αντίθ. υλικός): Ο Θεός είναι άυλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυλός — ο πνευστό μουσικό όργανο σωληνοειδές, σουραύλι, φλογέρα: Ο αυλός συνόδευε το παίξιμο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιτέλιος, Αύλος — (Aulus Vitellius,Ρώμη 15 – 69 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας (69). Ευνοούμενος διαδοχικά του Καλιγούλα, του Κλαύδιου και του Νέρωνα, κατόρθωσε να φτάσει σε μεγάλα πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Το 48 μ.Χ. έγινε ύπατος και τον επόμενο χρόνο… … Dictionary of Greek
Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… … Dictionary of Greek
ἀύλως — ἄυλος immaterial adverbial ἄυλος immaterial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄυλον — ἄυλος immaterial masc/fem acc sg ἄυλος immaterial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)