-
1 όμματ'
ὄμματα, ὄμμαeye: neut nom /voc /acc plὄμματι, ὄμμαeye: neut dat sgὄμματε, ὄμμαeye: neut nom /voc /acc dual -
2 ὄμματ'
ὄμματα, ὄμμαeye: neut nom /voc /acc plὄμματι, ὄμμαeye: neut dat sgὄμματε, ὄμμαeye: neut nom /voc /acc dual -
3 ὀμματ-εργάτης
ὀμματ-εργάτης, ὁ, Augen machend, Sp.
-
4 ὀμματ-ουργός
ὀμματ-ουργός, = ὀμματοποιός, Sp.
-
5 ὀμμάτειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμμάτειος
-
6 ὀμματεῖς
ὀμματ-εῖς· πηρούς, ἢ βλάπτεσθαι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμματεῖς
-
7 ὀμμάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμμάτιον
-
8 ὀμματόω
II metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [ τὸν λόγον] made it more clear to the mind's eye, A.Supp. 467 :—[voice] Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind quick of sight, Id.Ch. 854.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμματόω
-
9 ὀμμάτωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμμάτωσις
-
10 ὀμματεργάτης
ὀμματ-εργάτης, ὁ, Augen machend -
11 στέγω
στέγω, lat. tego, decken, bedecken, beschützen; στέγει δὲ πύργος, Aesch. Spt. 779; πύργοι, οἳ πόλιν στέγουσιν, Soph. O. C. 15; daher = in sich enthalten, τόδ' ἄγγος ἴσϑι σῶμα τοὐκείνου στέγον, El. 1107; auch = mit Stillschweigen bedecken, verschweigen, τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν, Phil. 136; vollständig, ἥξει, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω, O. R. 341; κακόν τι στέγεις ὑπὸ σκότῳ, Eur. Phoen. 1220; δάκρυον ὄμματ' οὐκέτι στέγει, I. A. 888, kann die Thräne nicht mchr zurückhalten; οὕτω γὰρ ἅτε κρύπτεσϑαι δεῖ, μᾶλλον ἂν στέγεσϑαι, Thuc. 6, 72, u. öfter; οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγει, Plat. Rep. X, 621 a, vgl. Critia. 111 d, u. öfter; ἀσπίδες στέγουσι τὰ σώματα, Xen. Cyr. 7, 1, 33, v. l. στεγάζουσι; Pol. στέγειν τὸ κριϑέν, 4, 8, 2, wie οὐκ ἔστεξε τὸν λόγον, verschwieg ihn nicht, 8, 14, 5; – abhalten, abwehren, τί, Aesch. πύργον στέγειν εὔχεσϑε πολέμιον δόρυ, Spt. 198, vgl. Suppl. 128; auch med., παρδαλέᾳ στέγετο ὄμβοους, Regengüsse von sich abhalten, abwehren, Pind. P. 4, 81; εὖ κατηρέψασϑε κεράμῳ τὸ νῶτον, ὥςτε τὰς πληγὰς στέγειν, Ar. Vesp. 1295; Plat. Tim. 78 e; τὴν ἐπιφορὰν τῶν βαρβάρων, Pol. 3, 53, 2; D. Sic. 11, 32; – ναῠς οὐκ ἐστέξατο κύμα, Phalaec. ep., d. i. das Schiff wurde leck; u. so bes. Feuchtigkeit abhalten, νῆες οὐδὲν στέγουσαι, Thuc. 7, 94; vgl. οἰκία στέγουσα, Inscr. 103, sarta tecta; auch = eine Feuchtigkeit in sich halten, nicht auslaufen lassen. – Bei Sp. übh. aushalten, ertragen, dulden, Anthol. u. A., wie N. T.
-
12 κρύπτω
κρύπτω ( ΚΡΥΒ), ep. impf. κρύπτασκε, Il. 8, 272 u. Hes. Th. 157, aor. pass. ἐκρύφϑην u. ἐκρύβην, letzterer bes. bei Sp. üblich, Plut. Sull. 22, Matth. 5, 14; auch κρ υφείς nach mehreren mss. bei Soph. Ai. 1124; vgl. Lob. zu Phryn. 317; fut. κρυβήσονται Eur. Suppl. 559, wie Plut. gen. Socr. 2; – verbergen, verstecken, verhüllen; bes. zum Schutz, κεφαλὰς δὲ παναίϑῃσιν κορύϑεσσιν κρύψαντες Il. 14, 372; ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8, 272; κρύφϑη γὰρ ὑπ' ἀσπίδι 13, 405; unter der Erde, Hes. O. 140. 142; κρύψεν ἅμ' ἵπποις Pind. N. 9, 25; ὑπὸ γᾶν Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9, 84; ἐν βένϑεσιν νᾶσον κεκρύφϑαι Ol. 7, 57, öfter; ποικίλοις ἀγρεύμασιν κρύψασα Aesch. Eum. 439, κρύψασ' ἑαυτήν, ἔνϑα μή τις εἰςίδοι Soph. Trach. 899, öfter; ἔνϑ' ἐκρύπτομεν δέμας Eur. Bacch. 729; ἀφανίζοντες κρύπτομεν ὅτι μάλιστα Plat. Phil. 66 a; ἐπειδὰν δὲ κρύψωσι γῇ Thuc. 2, 34, vom Begraben der Todten, wie Her. 5, 4, u. oft bei den Tragg., τάφῳ κρ ύπτειν τινά. – Dah. verheimlichen, verschweigen; τὸ μὲν φάσϑαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11, 443; τῶν οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος οὐδ' ἐπικεύσω 4, 350; κεκρύφαται Hes. Th. 730 O. 384, τινά τι, Aesch. μήτοι με κρύψῃς τοῦϑ' ὅπερ μέλλω παϑεῖν, Prom. 628, οὐκ ἐκρ ύφϑη, πρέπει δὲ σίνος Ag. 877, οὐδέν σε κρύψω Soph. Phil. 903; λόγον κρ ύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδένα 584, vgl. Ai. 991; κρύψε κόλποις ὠδῖνα Pind. Ol. 6, 31; κρύπτουσ' ἃ κρύπτειν ὄμματ' ἀρσένων χρεών, was man vor den Augen der Männer verbergen muß, Eur. Hec. 568; auch in Prosa, τὴν ϑυγατέρα ἔκρυπτε τὸν ϑάνατον τοῠ ἀνδρός Lys. 32, 7. – Auch im med.; λύμμασι κρυψάμενον, sich das Haupt verhüllen, Soph. Ai. 242; aber auch = act., ἅπαντα χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται ib. 633, wie πᾶν σοι φράσω τἀληϑὲς οὐδὲ κρύψομαι Trach. 474, wo man es auch »ich werde mich nicht zurückziehen« erkl. kann. – Als Intrans. faßt man es Soph. El. 816, κεραυνοὶ Διὸς κρύπτουσιν ἕκηλοι, sie ruhen; vgl. Eur. Phoen. 1133 τὰ μὲν ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπ τοντα, wo Valck. πίπτοντα vermuthet. – Die spätere Form κρύβω s. oben, u. über κρ ύφω s. κατακρύφω u. unten.
-
13 κάτ-ομβρος
κάτ-ομβρος, beregnet, dem Regen ausgesetzt, Theophr.; sehr feucht, id.; auch κάτομβρα γὰρ ὄμματ' ἐρώντων, Asclpds. 4 (V, 145).
-
14 οὖς
οὖς, τό, aus οὖας zsgz. u. dah. im gen. ὠτός, ὦτα, ὤτων, dat. plur. statt ὠσίν bei Sp. auch ὤτοις, vgl. Lob. Phryn. 211, – das Ohr, auris, bei den Lacedämoniern u. Kretern αὖς, αὐτός, lautend; Hom. hat von dieser Form nur den acc. sing. οὖς, Il. 11, 109. 20, 473, u. den dat. plur. ὠσίν, Od. 12, 200; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, Aesch. Spt. 25, wie δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον Ch. 54; βοᾷ δ' ἐν ώσὶ κέλαδος, Pers. 597; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ' ἅπερ τε βέλος, Ch. 374; ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27, vom Pferde, die Ohren spitzen (vgl. Luc. Tim. 23 u. a. Sp., ἑστῶσιν ὠσίν τι ἀκοῦσαι, Aristid.); τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ, O. R. 371; καί με φϑόγγος οἰκείου κακοῠ βάλλει δι' ὤτων, Ant. 1173, öfter, wie Eur. u. sp. D., χ' ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theocr. 14, 27; Her. gew. im plur., 1, 8. 4, 29. 7, 39; προςκύψας μοι σμικρὸν πρὸς τὸ οὖς, Plat. Euthvd. 275 a; παρεῖχον τὰ ὦτα, Crat. 396 d, u. öfter in ähnl. Vrbdgn, sein Ohr leihen; ἐπισχόμενος τὰ ὦτα, Conv. 216 a u. öfter, u. Folgende; λόγους ψιϑοροὺς πλάσσων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς, Soph. Aj. 149, wie auch wir sagen »ins Ohr flüstern«, heimlich; so Sp., wie Plut. – Uebertr. wie ὀφϑαλμός, ὦτα καὶ ὀφϑαλμοὶ πολλοὶ βασιλέως, Luc. adv. ind. 23, von den Dienern des Königs; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Plut. de curiosit. 16 τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προςαγω γέων γένος. – An Gefäßen, wie Bechern und Krügen, der Henkel, Handgriff, Ath. XI, 474 d, Plut. u. a. Sp.; – οὖς Ἀφροδίτης hieß eine Muschelart, Ath. III, 88 d.
-
15 ἀταρτηρός
ἀταρτηρός (verstärkte Form von ἀτηρός), der ἄτη angehörig, unterworfen, verblendet, maßlos; auch = verderblich, feindselig; Hom. Iliad. 1, 223 Πηλείδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρείδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο. »οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο« κ.τ.ε,: mit maßlosen Worten; Odyss. 2, 243 Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποἶον ἔειπες: ἀταρτηρέ und φρένας ἠλεέ stehn παραλλήλως, = du Verblendetet. – Hes. Th. 610 ἀταρτηροῖο γενέϑλης; στόμα πόντου Theocr. 22, 28; Qu. Sm. 4, 222.
-
16 στεγω
(преимущ. praes. и impf.; fut. στέξω, aor. ἔστεξα; редко med.)1) быть плотно закрытым, (водо)непроницаемым(νῇες στέγουσαι Thuc.)
2) задерживать, не пропускать (внутрь или наружу)(στέγεσθαι ὄμβρους Pind.)
δόμος ἅλα στέγων Aesch. — не пропускающее морской воды судно;δάκρυον ὄμματ΄ οὐκέτι στέγει Eur. — глаза уже не могут удержаться от слез;μέ στεγόντα (sc. ἀγγεῖα) Eur. — дырявые сосуды;οὐ δυνάμενος σ. διὰ λήθην Plat. — не могущий (ничего) удержать вследствие забывчивости3) отражать, отбивать(ἐχθρούς Aesch.; τέν ἐπιφορὰν τῶν βαρβάρων Polyb.)
σ. τὰς πληγάς Arph. — защищать от ран4) прикрывать, охранять, защищать, оберегать(πόλιν Soph.; τὰ σώματα Xen.)
5) выдерживать, выносить(βάρος Polyb.; νόσον Anth.; πάντα NT.)
6) прятать, скрывать(ὑπὸ σκότῳ τι Eur.; τὸ αἰσχρόν Soph.)
σιγῇ σ. Soph. — умалчивать, хранить в тайне7) содержать в себе, вмещатьσ. πλήρωμά τι Eur. — быть чем-л. наполненным
-
17 καρδία
A , al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr. 881, Th. 781, E.Med.99, Hipp. 1274); [dialect] Aeol. [full] κάρζα EM407.21 (but [full] καρδία Sapph.2.6); Cypr. [full] κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):— heart, ; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp. 215e, cf. Ar.Nu. 1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger,οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646
;τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18
, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage,κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225
; [ σφηκῶν]κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266
;ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547
, etc.;ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch. 166
;θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88
; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R. 492c; of sorrow or joy,ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489
;κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548
;ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171
, cf. 10.10, B.10.85, etc.;καρδίην ἰαίνεται Archil.36
; κελαινόχρως.. πάλλεταί μου κ. A.Supp. 785;ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or. 466
; of love, Sapph.l.c., etc.;ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86
; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA 475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to.., LXXJd.19.3.2 inclination, desire, purpose,ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220
; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib. 244;καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant. 1105
.3 mind,ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441
;κραδίη πόρφυρε Od.4.572
; ;εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11
, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38.III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6;ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245
, cf. PMag. Leid.V.13.24;λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51
. -
18 κάτομβρος
κάτομβρ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτομβρος
-
19 στέγω
στέγω, used by early writers mainly in [tense] pres. and [tense] impf.: [tense] fut. στέξω dub. cj. in D.S.11.29: [tense] aor.Aἔστεξα Plb.8.12.5
, Plu.Alex.35, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. ἐστέξατο cj. for ἐδέξατο in AP13.27 (Phal.):— [voice] Pass., [tense] aor.ἐστέχθην Simp. in Epict.p.117
D.:—cover closely, so as to keep a fluid either out or in, Pl.Ti. 78a (of fire):A keep out water, δόμος ἅλα στέγων a house that keeps out the sea, i.e. a good ship, A.Supp. 135 (lyr.): abs., νῆες οὐδὲν στέγουσαι not water-tight, Th.2.94;εὐνὰς τοιαύτας οἵας.. στέγειν.. ἱκανὰς εἶναι Pl.R. 415e
, cf. Ti. 45c, Cra. 412d; τῇ.. στεγούσῃ γῇ in the impervious earth, Id.Criti. 111d; συμμύει καὶ στέγει, of timber, Thphr.HP5.7.4, cf. 5.4.5;οἰκία στέγουσα IG22.2498.23
, cf. 12(5).568.12 (Ceos, v/iv B.C.):—so in [voice] Med., στέγετο.. ὄμβρους kept off the rain from himself, Pi.P.4.81; νεῦς οὐκ ἐστέξατο κῦμα APl.c. (v. supr.);ταῦτα δὲ παρέξοντι οἰκοδομημένα καὶ στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα Tab.Heracl.1.142
.2 of other things, fend off, repel, ;δόρυ πολέμιον στέγειν A.Th. 216
; στέγων γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ' ib. 1014;σ. τὰς πληγάς Ar.V. 1295
;στέγει ἡ σὰρξ τὸ προσπῖπτον θερμόν Arist. Pr. 889a11
.3 later, bear up, sustain, support,ἡ θάλαττα.. σ. τὰ βάρη Id.Fr. 217
;σ. τὸν ὄροφον J.AJ5.8.12
; ; bear up against, endure, resist, τὴν ἐπιφοράν, ἔφοδον, Plb.3.53.2, 18.25.4, cf. SIG700.23 (Lete, ii B.C.);σ. νόσον AP11.340
(Pall.);τὸ δυσῶδες Memn.2.4
;τὰς ἐνδείας Ph.2.526
; ἡ ἀγάπη.. πάντα ς. 1 Ep.Cor.13.7, cf. 9.12: abs., contain oneself, hold out,στέγειν, καρτερεῖν Lyr.Alex.Adesp.1.30
, cf. 1 Ep.Thess.3.1,5;ἔστεξα ἕως ἔλθῃς POxy.1775.10
(iv A.D.) (in S.OT 11 στέξαντες is f.l. for στέρξαντες).B keep in, hold water, etc., δάκρυον ὄμματ' οὐκέτι στέγει prob.f.l. in E.IA 888 (troch.); οὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι I could not fill leaky vessels, Id.Fr. 899; ὕδωρ ς., of a vessel, Pl.R. 621a: metaph.,τὴν ψυχὴν κοσκίνῳ ἀπῄκασε.. τετρημένην, ἅτε οὐ δυναμένην στέγειν δι' ἀπιστίαν καὶ λήθην Pl.Grg. 493c
; [ψυχὴν] στέγουσαν οὐδέν Id.Lg. 714a
; in Id.R. 586b, τὸ στέγον ἑαυτῶν prob. means the continent part of each man, cf.στεγανός 11.4
.II generally, contain, hold, ἄγγος σῶμα τοὐκείνου ς. S.El. 1118, cf. E. Ion 1412;ὄχλον σ. δῶμα Id.Hipp. 843
.III shelter, protect,πύργοι πόλιν στέγουσιν S.OC15
codd., cf. A.Th. 797: metaph.,ὅρκος σ. τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν D.S.11.29
(cj.); τὸ ξύλον ἔστεξεν ἡ γῆ retained and cherished it, so that it struck root, Plu. Rom.20, cf. Alex.35.2 conceal, keep hidden, ;ἥξει.., κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω S.OT 341
; τί χρὴ στέγειν ἢ τί λέγειν; Id.Ph. 136 (lyr.); ;σ. τἀμὰ καὶ σ' ἔπη E.El. 273
;στέξαι τὸ κριθέν Plb.4.8.2
:—[voice] Pass., to be kept secret, Th.6.72; παρ' ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ' let my counsel be kept secret by you, S.Tr. 596.IV close up, in [voice] Pass.,τὰ τῶν ἀγγείων στόματα στεγόμενα Paul.Aeg.6.7
. (Cf. Skt. sthagati 'cover, hide', Lat. tego, Engl. thatch.) -
20 τυφλός
A blind, once in Hom., Il.6.139, cf. h.Ap. 172, freq. in other writers;τυφλὸς ἐκ δεδορκότος S.OT 454
; τ. Ἄρης, Πλοῦτος, Id.Fr. 838, Theoc.10.19; τ. ὄψις, ὀφθαλμοί, E.Cyc. 697, Pl.R. 518c, etc.: c. gen., τ. τινός blind to.., X.Smp.4.12, Plu.Sol.12; but τ. τῆς προνοίας lacking vision of the future, Id.2.975c; τὰ τ. τοῦ σώματος, i. e. one's back, X.Cyr.3.3.45; καὶ τυφλῷ γε δῆλον even a blind man can see that, Pl.R. 55od; for Cratin.6, v. κωφός 11.2.2 of the limbs of the blind,τ. πούς E.Hec. 1050
, Ph. 834, etc. (cf. τυφλόπους) ; χείρ ib. 1699; [βάκτρον], τοξεύματα, Id. Ion 744, HF 199.3 metaph. of the other senses and the mind,τ. ἦτορ Pi.N.7.23
;τυφλὸς τά τ' ὦτα, τόν τε νοῦν, τά τ' ὄμματ' εἶ S.OT 371
; τὴν τέχνην ἔφυ τ. ib. 389.4 metaph.,τ. ὄλβος E.Fr. 776
;ἡ φύσις ἄνευ μαθήσεως τυφλόν Plu.2.2b
; τῇ τύχῃ.., ἣν τυφλὴν λοιδοροῦμεν ib.98a;τ. ἔδραμε πᾶσα τρόπις AP9.289
(Bass.).II of things, dark, dim, obscure, ; ;τὸ δ' ἐς αὔριον αἰεὶ τ. ἕρπει Id.Fr.593.6
(lyr.); τ. σπιλάδες blind rocks, AP7.275 (Gaet.); ;δεσμῶν τ. ἀρχαί
hidden,Plu.
Alex.18;τ. ὑπόνοια Id.2.587c
; τ. κίνημα, of revolution, Id.Galb.18.2 of passages or apertures, blind, closed, with no outlet, τοῦ ἐντέρου τυφλόν τι, of the intestinum caecum ( τὸ τυφλόν in Gal.UP4.18, al.), Arist.PA 675b7, cf. 676a5;τ. ἔντερον Ruf.
ap. Orib.7.26.25; τ. τρῆμα the foramen caecum (stylo-mastoid), Ruf.Onom. 144, Gal.UP9.10;τ. στενωποί Str.1.1.17
;τ. ὁδοί Anon.
ap. Suid.; τ. ῥύμη a blind alley, POxy. 99.9 (i A. D.); of rivers and harbours, choked with mud, Plu.Sull. 20 (v. sq.), cf. Caes.58; of the halcyon's nest, closed, tight, Id.2.983d; τυφλοὶ ὄζοι branches without buds or eyes, Thphr.HP1.8.4, cf. CP3.2.8;τ. κῦμα
dark, trackless,AP
7.400 ([place name] Serapio), 12.156; τ. μώλωψ a wound without an outlet, Plu.Aem.19; τὸ τ. ἅμμα καλούμενον the so-called unescapable knot, Gal.2.669; of a hook (cf. τυφλάγκιστρον), blunt, Orib.45.18.9.III Adv., πρὸς τὸ ὠφέλιμον τυφλῶς ἔχειν to be blind to it, Pl.Grg. 479b;τ. καὶ ἀσκέπτως Antip.Stoic. 3.256
;τ. καὶ οὐ γνωρίμως διασαφεῖ Str.9.5.21
. [[pron. full] ῠ by nature, S.OT 389, E.Hec. 1050, etc., freq. [pron. full] ῡ by position: prob. not connected with τύφω [ῡ]: perh. cf. Goth. daufs, OE. déaf 'stupid', Olr. dub 'black'.]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄμματ' — ὄμματα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc pl ὄμματι , ὄμμα eye neut dat sg ὄμματε , ὄμμα eye neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὄπισθεν κεφαλῆς ὄμματ’ ἔχει. — См. На затылке глаз нет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
на затылке глаз нет — (сзади не видать) У него глаза в затылке (ничего не видит, невнимателен укор) Ср. Er hat auch hinten Augen. Ср. In occipitio quoque habet oculos. Он и в затылке глаза имеет (зоркий, хитрый). Plaut. Aulul. 1, 1, 28. Ср. А fronte simul et occipitio … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
На затылке глаз нет — На затылкѣ глазъ нѣтъ (сзади не видать). У него глаза въ затылкѣ (ничего не видитъ, невнимателенъ укоръ). Ср. Er hat auch hinten Augen. Ср. In occipitio quoque habet oculos. Пер. Онъ и въ затылкѣ глаза имѣетъ (зоркій, хитрый). Plaut. Aulul. 1, 1 … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
λοπάδιον — λοπάδιον, τὸ (AM) μσν. είδος οστράκου (αρχ. (υποκορ. τού λοπάς) τηγανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδος «πιατέλα» + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, στόμ ιον)] … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
νύχι — το 1. κεράτινη πλάκα ωοειδούς σχήματος που φύεται στη ραχιαία επιφάνεια τού άκρου τών δακτύλων τών ανθρώπων και μεγάλου αριθμού σπονδυλοζώων, όνυχας 2. η οπλή τών οπληφόρων ζώων 3. φρ. α) «(περ)πατάει στα νύχια» βαδίζει ακροποδητί β) «στέκω στα… … Dictionary of Greek