-
1 ολιγάκις
-
2 ὀλιγάκις
-
3 ὀλιγάκις
A but few times, seldom, Hp.VM9, Epid.1.26. δ', E.Or. 393, Th.6.38, Pl. Phlb. 52c, etc. ;ὀ. καὶ ὀλιγαχοῦ Arist.Rh. 1404b29
:—a form [full] ὀλιγάκι is cited in EM172.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλιγάκις
-
4 παυνί
-
5 σπανιάκις
σπᾰν-ιάκις, Adv.A = ὀλιγάκις, Luc.Rh.Pr.17, Hermog.Inv.3.5, A.D.Pron.47.3, Ar.Byz.Epit.30.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπανιάκις
-
6 σχάζω
Aσχᾶν Pl.Com.127
,κατα-σχᾶν Hp.Epid.7.76
; so [tense] impf. ἔσχων, Ar. Nu. 409; [ per.] 3pl.ἔσχαζον Anon.
ap. Phryn.194; alsoἐσχάζοσαν Lyc. 21
: [tense] fut. σχάσω ([etym.] ἀπο-) Crates Com.41: [tense] aor.ἔσχᾰσα Pi.P.10.51
, E.Tr. 811 (lyr.), Ar.Nu. 740:—[voice] Med., [tense] aor. ἐσχασάμην ib. 107, Pl. Com.32:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. [tense] pres.σχᾶται Hp.Art.30
: [tense] fut.σχασθήσομαι LXX Am.3.5
: [tense] aor.ἐσχάσθην Hp.Ulc.24
, Antisth. ap. Stob.3.18.26, etc.: [tense] pf. ἔσχασμαι in plant-name ἐσχασμένη, = ὀνοβρυχίς, Ps.-Dsc.3.153.1 slit open so as to let something escape, οὐκ ἔσχων ἀμελήσας [τὴν γαστέρα] I carelessly forgot to slit the haggis, Ar.Nu. 409 (anap.); σ. φλέβα open a vein, Hp.Epid.6.5.15, X.HG 5.4.58, Plu.Ages.27, etc.;ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Arr.Fr.168J.
(so σ. τὸ φλεγμαῖνον μόριον lance the boil, Gal.11.119); freq. also without φλέβα, Aret.CA2.7, etc.; σ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν bleed it under the tongue, Arist.HA 603b15; σ. τὸν ἀγκῶνα, i.e. bleed in the arm, Hp.Int.37;τὴν κεφαλήν Id.Aff.2
: c. acc. cogn., σ. τομήν make an incision, Aret.CA1.7; αἷμα ς. Poll.2.215; τὸ πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας slaying the.. victim, Lyc.329: metaph. in [voice] Pass., to be purged by bleeding, Antisth. ap. Stob.3.18.26.3 let go, σχάσας τὴν φροντίδα letting your mind go, relaxing your thought, Ar.Nu. 740; σχάσαντες τὴν ἀγκύλην τοῦ βρόχου slackening, Paul.Aeg.6.51; σ. τὰς μηχανάς let off the engines, Plu.Marc.15;σχάσει τὴν χεῖρα, ὥστε ἀφεθῆναι τὸ βέλος Hero Spir.1.41
:—[voice] Pass., ἐσχάζετο αὐτόματον [τὸ βέλος] Ph. Bel.73.51, cf. 70.45, 78.31; - όμενον παττάλιον (in a mousetrap) Poll.7.114; εἰ σχασθήσεται παγὶς ἄνευ τοῦ συλλαβεῖν τι; LXX Am.3.5; ἔσχαστο ἡ ὕσπληξ the ὕσπληξ ( ) had been let off, Hld.4.3; βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, i.e. starting the race, Lyc.13 ( = βαλβῖδος μήρινθον acc. to Sch.); κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγγας were starting off from shore, Id.21; of the jaw, ἐκπίπτει μὲν γνάθος ὀλιγάκις, σχᾶται μέντοι πολλάκις ἐν χάσμῃσι slips, Hp.Art.30 ( = χαλᾶται acc. to Paul.Aeg.6.112):—also [voice] Act., of the surgeon, ἐξαπίνης σχάσαι let the jaw slip back into position, let it go, ibid. καὶ κατὰ παλαίστραν δὲ τὸ σχάσαι σημαίνει τὴν χεῖρα ταχέως ἄγειν πρὸς αὐτὴν (leg. αὑτὴν)ἐκ τῆς ἔμπροσθεν θέσεως Gal.18(1).438
.4 relax effort, cease an action, esp. rowing, κώπαν σχάσον easy!, i.e. cease rowing, Pi.P.10.51, cf. E.Tr. 811 (lyr.), Call.Fr. 104; τί σιγᾷς γῆρυν ἄφθογγον σχάσας; E.Ph. 960; σχάσον δὲ δεινὸν ὄμμα καὶ θυμοῦ πνοάς ib. 454: abs., φοβοῦμαι μὴ σχάσῃ, νεναυσίακε γάρ I fear he may give up, BGU1097.4 (i A.D.):—[voice] Med., σχασάμενος τὴν ἱππικήν giving up horses, Ar.Nu. 107;τὰς ὀφρῦς σχάσασθε καὶ τὰς ὄμφακας Pl.Com.32
(cf.ὄμφαξ 11.3
).5 let fall, drop,τὴν οὐράν X.Cyn.3.5
; πεύκης ὀδόντας, i.e. the anchor, Lyc.99; λάθρᾳ κατὰ μηχανὰς σχασθέντων τῶν φραγμάτων Hippoloch. ap. Ath.4.130a.6 cause to collapse,θάλαμον σχάσε μῆνις AP9.422
(Apollonid.); σχάσας.. ἐν πέδῳ γόνυ, i.e. kneel down, Sammelb.5629.3 (iii B.C.):—[voice] Pass., μήπω σχασθῇ lest the dyke collapse, PLond.1.131.243 (i A.D., abbrev.).7 metaph., cause to collapse or fail, foil, πῦρ.., λεόντων.. ὄνυχας, ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων, of Peleus subduing the metamorphosed Thetis, Pi.N.4.64;φεῦ, οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον ἔσχασεν στραταγέταν B.16.121
. -
7 χραίνω
A : [tense] aor. (lyr.); subj. ; inf.χρᾶναι Poll.7.129
, Porph. Chr.49:—touch slightly, ὀλιγάκις ἄστυ κἀγορᾶς χραίνων κύκλον, i.e. keeping aloof from it, E.Or. 919; χ. οὐραίοισιν εὐδίαν ἁλός, of fishes, Achae.27.3: hence, smear, paint,χ. ἢ ἀποχραίνειν Pl.Lg. 769a
, cf. Poll. l.c., Max.Tyr.40.2: besmear, anoint, τινι Nic.Al. 246:—[voice] Pass.,χραινομένην μέλιτι AP7.622
(Antiphil.).2 stain,βωμὸν αἵματι μήλων B.10.111
; , cf. Fr. 327; defile,μιάσματι μυχὸν ἔχρανας Id.Eu. 170
(lyr.); esp. of moral pollution, , cf. E.Hipp. 1266, Hec. 366;ὄμμα χ. θανασίμοισιν ἐκπνοαῖς Id.Hipp. 1438
;οὔτε φόνῳ τοὺς τῶν θεῶν βωμοὺς χραίνειν δεῖ Porph.Abst.2.28
; of words, θεῶν ὀνόματα μὴ χ. ῥᾳδίως Pl.Lg. 917b:—[voice] Med.,χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
:—[voice] Pass.,αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα A.Supp. 266
;καπνῷ χραίνεται πόλισμα Id.Th. 342
(lyr.), cf. S.OC 368;τὰ ὄμματα μὴ κεχράνθαι τοῖς ἀσεβήμασι Jul.Or.7.205a
;ὄψιν τε καὶ ἀκοὴν ἐχράνθημεν Hld.10.9
. -
8 ἀγορά
A assembly, esp. of the People, opp. the Council of Chiefs, Il.2.93, Od.2.69, etc.; τοῖσιν δ' οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι (sc. Κυκλώπεσσι) Od.9.112; ; ἀ. Πυλάτιδες, of the Amphictyonic Council at Pylae, S.Tr. 638, cf. Ion Eleg.1.3;μακάρων ἀ. Pi.I. 8(7).29
, cf. AB210; ἀγορήνδε καλέσσασθαι, κηρύσσειν, Il.1.54, 2.51; ἀγορὴν ποιήσασθαι, θέσθαι, Il.8.489, Od.9.171; εἰς ἀ. ἰέναι, ἀγέρεσθαι, 8.12, Il.18.245;ἀγορήνδε καθέζεσθαι Od.1.372
.—Not common in Prose,ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν X.An.5.7.3
;ποιῆσαι Aeschin.3.27
;ἀγορὰς ποιεῖσθαι Hyp.Fr. 150
: of the assembly in Attic demes, D.44.36, IG2.585, al.;ἀ. συνέδριον φυλετῶν καὶ δημοτῶν AB327
: in late Prose, ἀ. δικῶν προθεῖναι, καταστήσασθαι, = Lat. conventus agere, Luc.Bis Acc. 4,12: meeting for games, Pi.N.3.14: metaph.,μυρμήκων ἀ. Luc. Icar.19
: prov., θεῶν ἀ. 'Babel', Suid., etc.II place of assembly,τοὺς δ' εὗρ' εἰν ἀγορῇ Il.7.382
;ἵνα σφ' ἀ. τε θέμις τε 11.807
, cf.Od.6.266; pl., Od.8.16;οὔτε.. εἰς ἀ. ἔρχεται οὔτε δίκας Thgn. 268
.2 market-place, perh. not earlier than Hom.Epigr. 14.5 πολλὰ μὲν εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα, πολλὰ δ' ἀγυιαῖς; freq. in later authors,πρυμνοῖς ἀγορᾶς ἔπι Pi.P.5.93
;θεοὶ.. ἀγορᾶς ἐπίσκοποι A.Th. 272
;μέση Τραχινίων ἀ. S.Tr. 424
;ἀγορᾷ οὐδὲ ἄστει δέχεσθαι Th.6.44
;ὀλιγάκις.. ἀγορᾶς χραίνων κύκλον E.Or. 919
; οἱ ἐκ τῆς ἀ. market people, X.An.1.2.18;ἐξ ἀγορᾶς εἶ Ar.Eq. 181
, etc.; εἰς ἀ. ἐμβάλλειν to go into the forum, i. e. be a citizen, Lycurg.5; ἐν τῇ ἀ. ἐργάζεσθαι to trade in the market, D.57.31; εἰς τὴν ἀ. χειροτονεῖν (opp. ἐπὶ τὸν πόλεμον ) 'for the market', Id.4.26; the Roman Forum, D.H.5.48.1 public speaking, gift of speaking, mostly in pl., ἔσχ' ἀγοράων withheld him from speaking, Il.2.275; οἱ δ' ἀγορὰς ἀγόρευον ib. 788, cf. Od.4.818;ᾠδὴν ἀντ' ἀγορῆς θέμενος Sol.1
.2 market,ἀγορὰν παρασκευάζειν Th.7.40
, X. HG3.4.11;ἀ. παρέχειν Th.6.44
, etc.;ἄγειν X.An.5.7.33
, etc.; opp. ἀγορᾷ χρῆσθαι to have supplies, ib.7.6.24;τῆς ἀ. εἴργεσθαι Th.1.67
, Plu.Per.29; ἀ. ἐλευθέρα, i. e. καθαρὰ τῶν ὠνίων πάντων, Arist.Pol. 1331a31, cf. X.Cyr.1.2.3; opp.ἀ. ἀναγκαία Arist.Pol. 1331b11
; generally, provisions, supplies, PPetr.3p.131 (iii B. C.), PS14.354 (iii B. C.), al.; in pl., Nic.Dam.p.6.17 D.; ἀγορὰς περικόπτειν cut off supplies, D.H.10.43.b market, sale, ἀ. τῶν βιβλίων, τῶν παρθένων, Luc. Ind.19, Ael.VH4.1, cf. Nicoch.7.IV as a mark of time, ἀ. πλήθουσα the forenoon, when the market-place was full,ἀγορῆς πληθυούσης Hdt.4.181
;πληθούσης ἀγορᾶς X.Mem.1.1.10
, cf. SIG695.38 (Magn. Mae.); περὶ orἀμφὶ ἀ. πλήθουσαν X.An.2.1.7
, 1.8.1;ἐν ἀ. πληθούσῃ Pl.Grg. 469d
, cf. Th.8.92; alsoἀγορῆς πληθώρη Hdt.2.173
, 7.223; poet.,ἐν ἀ. πλήθοντος ὄχλου Pi.P.4.85
;πρὶν ἀ. πεπληθέναι Pherecr.29
: ἀγορῆς διάλυσις the time just after mid-day, when they went home from market, Hdt.3.104, cf.X.Oec.12.1. -
9 ἀραιάκις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀραιάκις
-
10 ἀρβάκις
ἀρβάκις· ὀλιγάκις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρβάκις
-
11 παῦρος
Grammatical information: adj.Meaning: `small, little', pl. `few' (Il.).Other forms: f. παυράς (Nic.).Derivatives: Adv. παυράκις ὀλιγάκις H.; besides παυρακίς την πέμπτην Σαμοθρᾳ̃κες καλοῦσιν H. Dimin. παυρ-ίδιος (Hes. Op. 133); s. Fraenkel Nom. ag. 2, 181 n. 1, Chantraine Form. 39.Etymology: With Lat. parvus `small' identical (cf. νεῦρον: nervus). Beside it with diff. suffixe Lat. pau-cus `few', paul(l)us `small, few' (basis unclear). Without suffix Att. παῦ-ς = παῖς (s.v.).Page in Frisk: 2,482-483Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παῦρος
См. также в других словарях:
ὀλιγάκις — but few times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγάκις — (Α ὀλιγάκις και ὀλιγάκι) επίρρ. λίγες φορές, από καιρό σε καιρό, σπάνια («δι αὐτὰ ἡ πόλις ἡμῶν ὀλιγάκις μὲν ἡσυχάζει», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις, συχν άκις)] … Dictionary of Greek
вмале — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. 1) (греч. μικρόν), вскоре; 2) (ὀλίγον), на короткое время,… … Словарь церковнославянского языка
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
μανάκις — (Α) επίρρ. σπάνια, λίγες φορές («μανάκις ὀλιγάκις, σπανίως», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «χαλαρός, σπάνιος», κατά το πολλάκις] … Dictionary of Greek
παυράκις — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλιγάκις ἢ οὐδὲν ὅλως». [ΕΤΥΜΟΛ. < παῦρος «μικρός, λίγος» + επιρρμ. κατάλ. άκις (πρβλ. πολλ άκις)] … Dictionary of Greek